περιγίγνομαι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιγίγνομαι:''' Ιων. και μεταγεν. -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-εγενόμην</i>, παρακ. -[[γέγονα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[ανώτερος]] από τους άλλους, [[υπερισχύω]], [[υπερνικώ]], [[υπερέχω]], με γεν., [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ., [[περιγίγνομαι]] Ἕλληνας, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι [[ανώτερος]], [[επικρατώ]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἤν τι περιγένηταί [[σφι]] τοῦ πολέμου, αν κέρδιζαν κάποιον [[προνόμιο]] στον πόλεμο, σε Θουκ.· [[περιγίγνομαι]] [[ὑμῖν]] [[πλῆθος]] [[νεῶν]], έχω [[υπεροχή]] στον αριθμό των πλοίων, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[επιζώ]], [[ξεπερνώ]], διασώζομαι, [[διαφεύγω]], Λατ. [[salvus]] evadere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ περιγενόμενοι</i>, οι επιζώντες, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. πράγμ., περιεγένετο [[τούτου]] τοῦ πάθεος, επέζησε της συμφοράς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[περισσεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα επίσης, [[μένω]] ως [[κέρδος]] ή [[αποτέλεσμα]], <i>ἐκτῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται</i>, σε Θουκ.· <i>περιγίγνεταί τι</i>, το [[αποτέλεσμα]] της υπόθεσης είναι τέτοιο, σε Δημ.
|lsmtext='''περιγίγνομαι:''' Ιων. και μεταγεν. -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-εγενόμην</i>, παρακ. -[[γέγονα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[ανώτερος]] από τους άλλους, [[υπερισχύω]], [[υπερνικώ]], [[υπερέχω]], με γεν., [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ., [[περιγίγνομαι]] Ἕλληνας, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι [[ανώτερος]], [[επικρατώ]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἤν τι περιγένηταί [[σφι]] τοῦ πολέμου, αν κέρδιζαν κάποιον [[προνόμιο]] στον πόλεμο, σε Θουκ.· [[περιγίγνομαι]] [[ὑμῖν]] [[πλῆθος]] [[νεῶν]], έχω [[υπεροχή]] στον αριθμό των πλοίων, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[επιζώ]], [[ξεπερνώ]], διασώζομαι, [[διαφεύγω]], Λατ. [[salvus]] evadere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ περιγενόμενοι</i>, οι επιζώντες, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. πράγμ., περιεγένετο [[τούτου]] τοῦ πάθεος, επέζησε της συμφοράς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[περισσεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα επίσης, [[μένω]] ως [[κέρδος]] ή [[αποτέλεσμα]], <i>ἐκτῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται</i>, σε Θουκ.· <i>περιγίγνεταί τι</i>, το [[αποτέλεσμα]] της υπόθεσης είναι τέτοιο, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιγίγνομαι:''' ион. и поздн. [[περι]]-[[γίνομαι]] (γῑ) (fut. περιγενήσομαι, aor. 2 περιεγενόμην, pf. περιγέγονα)<br /><b class="num">1)</b> одерживать верх, одолевать, получать или иметь преимущество, превосходить: π. τινος Hom., Her., Thuc. etc., τινα Her. и πρός τινα Thuc. превосходить кого-л.; π. τινι Hom., Her., Thuc. etc., πρός τι Thuc. и τι Dem., Plut. превосходить в чем-л.; τὰ [[Ὀλύμπια]] περιγινόμενος Plut. победитель на Олимпийских играх; π. τινι [[πλῆθος]] [[νεῶν]] Thuc. иметь над кем-л. преимущество в численности кораблей; περιγίγνεται [[ἡμῖν]] τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν Thuc. наше преимущество в том, что заранее мы не удручаемся предстоящими страданиями;<br /><b class="num">2)</b> уцелевать, выживать, оставаться в живых, спастись: π. τοῦ πάθεος Her. остаться в живых после поражения, пережить разгром; τῆς στρατιῆς οἱ περιγενόμενοι Her. остатки разбитой армии; τῆς δίκης περιγενέσθαι Plat. уйти от правосудия; ἐκ τῶν μεγίστων π. Thuc. ускользнуть от страшных опасностей;<br /><b class="num">3)</b> оставаться (в избытке), сохраняться (τινι Arph.): [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα, ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων Xen. семьдесят талантов, которые остались от сумм дани;<br /><b class="num">4)</b> проистекать, оказываться в результате, получаться (ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται Thuc.): περιεγένετο [[ὥστε]] [[καλῶς]] ἔχειν Xen. все сложилось хорошо; τὰ περιγιγνόμενά τινος Luc. результаты чего-либо.
}}
}}