Anonymous

περιγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και περιγίνομαι Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] πιο [[δυνατός]] από κάποιον, [[υπερισχύω]], [[νικώ]]<br /><b>3.</b> [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]] [[μετά]] από ένα [[γεγονός]] ή [[μετά]] τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, [[επιζώ]]<br /><b>4.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[περισσεύω]], [[πλεονάζω]], [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]]<br /><b>5.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[υπολείπομαι]], [[μένω]] ως [[κέρδος]] ή ως [[αποτέλεσμα]] («τοῑς... [[τότε]] πεισθεῑσιν ἡ [[σωτηρία]] περιεγένετο» — για εκείνους που είχαν πεισθεί η [[σωτηρία]] ήταν το [[κέρδος]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>oἱ περιγενόμενοι</i><br />οι επιζήσαντες, οι διασωθέντες<br /><b>7.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ περιγιγνόμενα</i><br />τα εισοδήματα.
|mltxt=και περιγίνομαι Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] πιο [[δυνατός]] από κάποιον, [[υπερισχύω]], [[νικώ]]<br /><b>3.</b> [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]] [[μετά]] από ένα [[γεγονός]] ή [[μετά]] τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, [[επιζώ]]<br /><b>4.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[περισσεύω]], [[πλεονάζω]], [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]]<br /><b>5.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[υπολείπομαι]], [[μένω]] ως [[κέρδος]] ή ως [[αποτέλεσμα]] («τοῑς... [[τότε]] πεισθεῑσιν ἡ [[σωτηρία]] περιεγένετο» — για εκείνους που είχαν πεισθεί η [[σωτηρία]] ήταν το [[κέρδος]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>oἱ περιγενόμενοι</i><br />οι επιζήσαντες, οι διασωθέντες<br /><b>7.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ περιγιγνόμενα</i><br />τα εισοδήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιγίγνομαι:''' Ιων. και μεταγεν. -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-εγενόμην</i>, παρακ. -[[γέγονα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[ανώτερος]] από τους άλλους, [[υπερισχύω]], [[υπερνικώ]], [[υπερέχω]], με γεν., [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ., [[περιγίγνομαι]] Ἕλληνας, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι [[ανώτερος]], [[επικρατώ]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἤν τι περιγένηταί [[σφι]] τοῦ πολέμου, αν κέρδιζαν κάποιον [[προνόμιο]] στον πόλεμο, σε Θουκ.· [[περιγίγνομαι]] [[ὑμῖν]] [[πλῆθος]] [[νεῶν]], έχω [[υπεροχή]] στον αριθμό των πλοίων, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[επιζώ]], [[ξεπερνώ]], διασώζομαι, [[διαφεύγω]], Λατ. [[salvus]] evadere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ περιγενόμενοι</i>, οι επιζώντες, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. πράγμ., περιεγένετο [[τούτου]] τοῦ πάθεος, επέζησε της συμφοράς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[περισσεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα επίσης, [[μένω]] ως [[κέρδος]] ή [[αποτέλεσμα]], <i>ἐκτῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται</i>, σε Θουκ.· <i>περιγίγνεταί τι</i>, το [[αποτέλεσμα]] της υπόθεσης είναι τέτοιο, σε Δημ.
}}
}}