περίπλοκος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίπλοκος:''' -ον ([[περιπλέκω]]), πεπλεγμένος, μπερδεμένος, [[περίπλοκος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''περίπλοκος:''' -ον ([[περιπλέκω]]), πεπλεγμένος, μπερδεμένος, [[περίπλοκος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίπλοκος:''' опутанный, скованный (ἡδέϊ δεσμῷ Anth.).
}}
}}