3,277,218
edits
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περίπλοκος]], -ον, ΝΜΑ [[περιπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη [[δομή]], [[πολύπλοκος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[στρυφνός]], [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[γεμάτος]] εμπόδια ή δυσχέρειες («περίπλοκη [[κατάσταση]]»)<br />β) αυτός που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, [[περιπεπλεγμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φίδι]]) τυλιγμένος σε σπείρες, κουλουριασμένος<br /><b>2.</b> τυλιγμένος [[γύρω]] από [[κάτι]], περιελιγμένος, περιτυλιγμένος («[[ὅρμος]] [[περίπλοκος]] αὐχένι», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> πολύ πλεγμένος («νυμφίον... περίπλοκον ἡδέϊ δεσμῷ»,<b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περίπλοκα</i> Ν<br />με περίπλοκο τρόπο. | |mltxt=-η, -ο / [[περίπλοκος]], -ον, ΝΜΑ [[περιπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη [[δομή]], [[πολύπλοκος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[στρυφνός]], [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[γεμάτος]] εμπόδια ή δυσχέρειες («περίπλοκη [[κατάσταση]]»)<br />β) αυτός που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, [[περιπεπλεγμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φίδι]]) τυλιγμένος σε σπείρες, κουλουριασμένος<br /><b>2.</b> τυλιγμένος [[γύρω]] από [[κάτι]], περιελιγμένος, περιτυλιγμένος («[[ὅρμος]] [[περίπλοκος]] αὐχένι», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> πολύ πλεγμένος («νυμφίον... περίπλοκον ἡδέϊ δεσμῷ»,<b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περίπλοκα</i> Ν<br />με περίπλοκο τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίπλοκος:''' -ον ([[περιπλέκω]]), πεπλεγμένος, μπερδεμένος, [[περίπλοκος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |