πλάνος: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλάνος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε [[σφάλμα]], [[απατεώνας]], [[απατηλός]], σε Θεόκρ., Μόσχ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πλάνος]], ὁ = [[πλάνη]].<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>φροντίδος πλάνοι</i>, περιπλανήσεις του μυαλού, [[τρέλα]], σε Ευρ.· <i>πλάνοις</i>, με ασταθή ξεσπάσματα, εξάρσεις, λέγεται για [[ασθένεια]], σε Σοφ.· <i>κερκίδος πλάνοι</i>, λέγεται για τις ενέργειες της ύφανσης, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλάνος]], <i>ὁ</i>, [[απατεώνας]], [[αγύρτης]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πλάνος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε [[σφάλμα]], [[απατεώνας]], [[απατηλός]], σε Θεόκρ., Μόσχ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πλάνος]], ὁ = [[πλάνη]].<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>φροντίδος πλάνοι</i>, περιπλανήσεις του μυαλού, [[τρέλα]], σε Ευρ.· <i>πλάνοις</i>, με ασταθή ξεσπάσματα, εξάρσεις, λέγεται για [[ασθένεια]], σε Σοφ.· <i>κερκίδος πλάνοι</i>, λέγεται για τις ενέργειες της ύφανσης, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλάνος]], <i>ὁ</i>, [[απατεώνας]], [[αγύρτης]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''πλάνος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> блуждающий, переменчивый, непостоянный (ποικίλον καὶ πλάνον [[πρᾶγμα]] Men.);<br /><b class="num">2)</b> вводящий в заблуждение, завлекающий, обманчивый ([[ἐδωδή]] Theocr.; [[εἶδαρ]] ἀγκίστρου Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> блуждание, скитание, странствие Soph., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> колебание, шатание (φροντίδος πλάνοι Soph.): (ἡ [[νόσος]]) ἥκει πλάνοις Soph. болезнь находит приступами; κερκίδος πλάνοι Eur. качание ткацкого челнока;<br /><b class="num">3)</b> отклонение, отступление Plat.;<br /><b class="num">4)</b> обманщик NT.
}}
}}