3,273,859
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύγναμπτος:''' -ον, αυτός που λυγίζει [[πολύ]], αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· [[σγουρός]], [[κατσαρός]], [[σέλινον]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πολύγναμπτος:''' -ον, αυτός που λυγίζει [[πολύ]], αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· [[σγουρός]], [[κατσαρός]], [[σέλινον]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύγναμπτος:''' <b class="num">1)</b> весьма извилистый (μυχοί Pind.; [[λαβύρινθος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> вьющийся, кудрявый ([[σέλινον]] Theocr.). | |||
}} | }} |