πολύγναμπτος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύγναμπτος:''' -ον, αυτός που λυγίζει [[πολύ]], αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· [[σγουρός]], [[κατσαρός]], [[σέλινον]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πολύγναμπτος:''' -ον, αυτός που λυγίζει [[πολύ]], αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· [[σγουρός]], [[κατσαρός]], [[σέλινον]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύγναμπτος:''' <b class="num">1)</b> весьма извилистый (μυχοί Pind.; [[λαβύρινθος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> вьющийся, кудрявый ([[σέλινον]] Theocr.).
}}
}}