Anonymous

πολύγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σγουρός]], [[κατσαρός]] («πολύγναμπτον [[σέλινον]]», Θεοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>γναμπτος</i>, <i>εύ</i>-<i>γναμπτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σγουρός]], [[κατσαρός]] («πολύγναμπτον [[σέλινον]]», Θεοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>γναμπτος</i>, <i>εύ</i>-<i>γναμπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύγναμπτος:''' -ον, αυτός που λυγίζει [[πολύ]], αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· [[σγουρός]], [[κατσαρός]], [[σέλινον]], σε Θεόκρ.
}}
}}