3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρεσβῡτικός:''' -ή, -όν,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. [[senilis]], [[ὄχλος]], σε Αριστοφ.· <i>κακὰ πρεσβυτικά</i>, τα [[κακά]] της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''πρεσβῡτικός:''' -ή, -όν,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. [[senilis]], [[ὄχλος]], σε Αριστοφ.· <i>κακὰ πρεσβυτικά</i>, τα [[κακά]] της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρεσβῡτικός:''' <b class="num">1)</b> свойственный старости, старческий, стариковский ([[κακόν]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> старый, старинный, древний ([[ἀρχαῖος]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> состоящий из стариков ([[ὄχλος]] Arph.). | |||
}} | }} |