προκαταταχύνω: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(34)
 
(4)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(δ. γρφ.) προκαταταχῶ.
|mltxt=Α<br />(δ. γρφ.) προκαταταχῶ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκατατᾰχύνω:''' Sext. = [[προκαταταχέω]].
}}
}}

Latest revision as of 02:48, 1 January 2019

Greek Monolingual

Α
(δ. γρφ.) προκαταταχῶ.

Russian (Dvoretsky)

προκατατᾰχύνω: Sext. = προκαταταχέω.