προμηθέομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προμηθέομαι:''' ([[προμηθής]]), μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>προὐμηθήθην</i>· αποθ.· [[φροντίζω]] εκ των προτέρων, [[προνοώ]] για [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τι, σε Πλάτ.· απόλ., σε Αισχύλ.· γενικά, [[προσέχω]], Λατ. cavere, [[προμηθέομαι]] μή..., σε Ηρόδ.· με αιτ., [[δείχνω]] [[εκτίμηση]] ή σεβασμό για, στον ίδ., Πλάτ.
|lsmtext='''προμηθέομαι:''' ([[προμηθής]]), μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>προὐμηθήθην</i>· αποθ.· [[φροντίζω]] εκ των προτέρων, [[προνοώ]] για [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τι, σε Πλάτ.· απόλ., σε Αισχύλ.· γενικά, [[προσέχω]], Λατ. cavere, [[προμηθέομαι]] μή..., σε Ηρόδ.· με αιτ., [[δείχνω]] [[εκτίμηση]] ή σεβασμό για, στον ίδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προμηθέομαι:''' <b class="num">1)</b> заблаговременно заботиться, иметь попечение (τινος Her., περί и [[ὑπέρ]] τινος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (преимущ. с отрицанием) остерегаться, опасаться: προμηθεόμενος [[σέο]], μὴ πλήξω Her. я остерегаюсь, как бы не попасть в тебя; καὶ [[ταῦτα]] προμηθοῦμαι, καὶ ἄλλα [[πολλά]] Plat. я опасаюсь и этого, и многого другого;<br /><b class="num">3)</b> окружать уважением, почитать (προμηθεόμενος τὸν ἀδελφεόν Her.).
}}
}}