προμηθέομαι
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
2sg. προμήθεσαι Archil.(?) in PLit.Lond.54:—to be προμηθής, use forethought, take care, c. gen., σέο, μὴ πλήξω Hdt.3.78; τινὸς ὅπως… Hierocl. in CA26p.479M.; ὑπέρ τινος Pl.Prt. 316c; περί τι Id.La. 198e: abs., Hp.Vict.3.73, al.: c. inf., Alciphr.1.10: c. acc. rei, Hp.Fract.20, Pl.Cri.45a: c. acc. pers., show regard or respect for, ἑωυτόν (v.l. ἑωυτοῦ) Hdt.2.172, cf. 9.108, Syria13.256 (ii B.C.):—neut. part. προμηθεόμενον, abs. in pass. sense, care being taken, ὡς μὴ... ὅπως μὴ…, Hp.Art.47,69.—An Act. form is found in Gal., ἡ φύσις προμηθοῦσα τῷ σώματι 15.277.
German (Pape)
[Seite 734] dep. med., vorher sorgen, fürsorgen; bei Aesch. Prom. 381 l. d.; ἑωυτοῦ, für sich selbst sorgen, Her. 2, 172, wie Plat. Crit. 44 e, auch τον ἀδελφόν, den Bruder berücksichtigen oder achten, 9, 108; ὀρθῶς προμηθεῖ ίπὲρ ἐμοῦ, Plat. Prot. 316 c d; auch ὅτι ἡ στρατηγία κάλλιστα προμηθεῖται τά τε ἄλλα καὶ περὶ τὸ μέλλον ἔσεσθαι, Lach. 198 e; Sp.
French (Bailly abrégé)
προμηθοῦμαι;
ao. προὐμηθήθην;
prendre d'avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. ou acc. ; προμηθεῖσθαι μή HDT veiller à ce que… ne.
Étymologie: προμηθής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμηθέομαι [προμηθής] voorzorgsmaatregelen treffen:. χρὴ προμηθεῖσθαι ὧδε men moet de volgende voorzorgsmaatregelen nemen Hp. Vict. 3.73; μόνον προμηθεόμενον ὡς μή... alleen maar erop bedacht dat niet Hp. Art. 47. vooruit denken om, bezorgd zijn voor; met gen..; προμηθεόμενος σέο bezorgd om jou Hdt. 3.78.5; met ὑπέρ + gen..; ὀρθῶς... προμηθῇ... ὑπὲρ ἐμοῦ het is juist dat je aan mijn belang denkt Plat. Prot. 316c; met περί + acc..; ἡ στρατηγία... προμηθεῖται... καὶ περὶ τὸ μέλλον ἔσεσθαι veldheerschap kijkt met name vooruit naar wat komen gaat Plat. Lach. 198e; met acc. v. h. inw. obj..; ταῦτα προμηθοῦμαι daarvoor ben ik bezorgd Plat. Crit. 45a; met μή + conj.. προμηθεόμενος μὴ πλήξῃ τὸν Γωβρύην bezorgd dat hij Gobryas zou raken Hdt. 3.78.4. respecteren, met acc.: προμηθεόμενος τὸν ἀδελφέον uit respect voor zijn broer Hdt. 9.108.1.
Russian (Dvoretsky)
προμηθέομαι:
1 заблаговременно заботиться, иметь попечение (τινος Her., περί и ὑπέρ τινος Plat.);
2 (преимущ. с отрицанием) остерегаться, опасаться: προμηθεόμενος σέο, μὴ πλήξω Her. я остерегаюсь, как бы не попасть в тебя; καὶ ταῦτα προμηθοῦμαι, καὶ ἄλλα πολλά Plat. я опасаюсь и этого, и многого другого;
3 окружать уважением, почитать (προμηθεόμενος τὸν ἀδελφεόν Her.).
Greek Monotonic
προμηθέομαι: (προμηθής), μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ προὐμηθήθην· αποθ.· φροντίζω εκ των προτέρων, προνοώ για κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· ὑπέρ τινος, περί τι, σε Πλάτ.· απόλ., σε Αισχύλ.· γενικά, προσέχω, Λατ. cavere, προμηθέομαι μή..., σε Ηρόδ.· με αιτ., δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό για, στον ίδ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προμηθέομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι προμηθής, φροντίζω προηγουμένως, προνοῶ περί τινος, μετὰ γεν., πρ. ἑωυτοῦ Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― καθόλου, προσέχω, Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν περί τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., ὅπως μή... Ἱππ. 813G, 831Η.
Middle Liddell
fut. -ήσομαι aor1 προὐμηθήθην προμηθής
Dep to take care beforehand, to provide for, c. gen., Hdt.; ὑπέρ τινος, περί τι Plat.; absol., Aesch.: —generally, to take heed, Lat. cavere, πρ. μὴ… Hdt.: —c. acc. to show regard or respect for, Hdt., Plat.