προϋπολαμβάνω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προϋπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[νομίζω]] εκ των προτέρων, σε Αριστ.
|lsmtext='''προϋπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[νομίζω]] εκ των προτέρων, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''προϋπολαμβάνω:''' заранее принимать, предполагать (τι Arst.): [[ἀλόγως]] π. Arst. делать неосновательные предположения.
}}
}}