πρωτόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(35)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόσπορος:''' впервые созидающий, творящий (θεοῦ [[φωνή]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

πρωτόσπορος: впервые созидающий, творящий (θεοῦ φωνή Anth.).