σπόρος
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὁ, (σπείρω)
A sowing, Hdt.8.109, X.Oec.7.20, Theoc.16.94, etc.; μετὰ τὸν σπόρον Pl.Ti.42d: metaph., ὁ γαμήλιος σπόρος καὶ ἄροτος Plu. 2.144b: pl., Thphr. HP 7.5.5.
2 seed-time, X.Oec.17.4; ἀπὸ σπόρω Theoc.10.14.
II seed, λίνου σπόρος Hp.Epid.7.65; σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Theoc.25.25, cf. A.R.3.413, Ev.Marc.4.26, etc.
2 harvest, crop, Hdt.4.53, PGrenf.2.36.16 (i B.C.), etc.; ὁ πρώϊμος σπόρος OGI56.68 (Canopus, iii B.C.); γᾶς σπόρος S.Ph.706 (lyr.).
3 offspring, Lyc.221,750.
4 semen, sperm, Lat. semen genitale, v.l. for γονή in Hp.Vict.2.54.
German (Pape)
[Seite 924] ὁ, das Säen, Xen. Oec. 7, 20; die Saat, Her. 8, 109; Plat. Tim. 42 d; der Saamen, Plut. Symp. 4, 5, 2; auch das Erzeugte, φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, Soph. Phil. 700.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 ensemencement ; temps des semailles;
2 semence ; produit.
Étymologie: σπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπόρος -ου, ὁ [~ σπείρω] Dor. gen. –ω het zaaien; zaad; gezaaid gewas; uitbr. zaaiseizoen. Theocr. Id. 10.14.
Russian (Dvoretsky)
σπόρος: ὁ σπείρω (дор. gen. σπόρω)
1 сеяние, засев Her., Xen. etc.;
2 время посевных работ, сев Xen., Theocr.;
3 семя Theocr., Plut., NT;
4 плод, урожай, сбор, Her., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
σπόρος: ὁ, (σπείρω) τὸ σπείρειν, Ἡρόδ. 8. 109, Ξεν. Οἰκ. 7, 20, Θεόκρ., κλπ.· μετὰ τὸν σπ. Πλάτ. Τίμ. 42D· μεταφορ., ὁ γῆς σπ. καὶ ἄροτος Πλούτ. 2. 144Β· - πληθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 5. 2) ἐποχὴ κατάλληλος πρὸς σποράν, Ξεν. Οἰκ. 17, 4· ἀπὸ σπόρω Θεόκρ. 10, 14. ΙΙ. σπέρμα, σπορά, σπ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Θεόκρ. 25. 5, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 413. 2) «γέννημα», «γεννήματα», καρπός, «ἐσοδεία», θερισμός, Ἡρόδ. 4. 53· γᾶς σπ. Σοφ. Φιλ. 706. 3) γενεά, ἔκγονα, τέκνα, Λυκόφρ. 221, 750, κτλ. 4) = γονή, semen genitale, Ἱππ. 359. 41, Πλούτ., κλπ.
English (Strong)
from σπείρω; a scattering (of seed), i.e. (concretely) seed (as sown): seed (X sown).
English (Thayer)
σπόρου, ὁ (σπείρω, 2perfect ἐσπορα);
1. a sowing (Herodotus, Xenophon, Theophrastus, others).
2. seed (used in sowing): L Tr, 10b) (Theocr, Plutarch, others).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.)
2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα οποιουδήποτε καρπού (α. «οι σπόροι του καρπουζιού» β. «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ», ΚΔ)
3. το σπέρμα, το γονιμοποιό έκκριμα τών γεννητικών οργάνων του άνδρα και τών αρσενικών ζώων
4. παιδί, τέκνο, απόγονος (α. «δεν θά 'μαι του πατέρα μου σπόρος αν τή γλυτώσεις» β. «τῆς κηρύλου δαμαρτος ἀπτῆνα σπόρον», Λυκόφρ.)
νεοελλ.
1. αρχή, αρχική αιτία («έσπειραν τον σπόρο της επανάστασης»)
2. μικρόσωμο και ζωηρό παιδί («πάψε σπόρε, μη μιλάς!»)
3. καρπός στον οποίο το σπέρμα συμφύεται με το περικάρπιο και δεν αποχωρίζεται από αυτό
4. (κατ' επέκτ.) φυτικό όργανο ή τμήμα φυτικού οργάνου το οποίο αν φυτευθεί μπορεί να δώσει ένα νέο φυτό, όπως είναι ο πατατόσπορος
5. φρ. α) «σπόρος βελτιωτή» — ο σπόρος που παράγεται κατά τη σποροπαραγωγή σε περιορισμένη ποσότητα, στην περίπτωση που πρόκειται να διατεθεί μια νέα βελτιωμένη ποικιλία
β) «το αμιγές του σπόρου» — η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο σπόρος όταν δεν περιέχει σπόρους άλλων φυτών
γ) «παλαίωση σπόρου»
(φυτοπαθ.) ικανότητα του σπόρου να διατηρείται για μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια τών οποίων ο παθογόνος παράγοντας που βρίσκεται μέσα του νεκρώνεται ή αδρανοποιείται και ο σπόρος απαλλάσσεται από αυτόν ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τη βλαστική του ικανότητα
αρχ.
1. εποχή κατάλληλη για σπορά
2. σοδειά, συγκομιδή («οὐ φορβὰν ἱερᾱς γᾱς σπόρον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ- του σπείρω].
Greek Monotonic
σπόρος: ὁ (σπείρω),
I. 1. πράξη, ενέργεια της σποράς, σπορά, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
2. εποχή σποράς, σε Ξεν., Θεόκρ.
II. 1. σπόρος, σε Θεόκρ.
2. παραγωγή, γέννημα, καρποί, συγκομιδή, σοδειά, σε Ηρόδ., Σοφ.
Middle Liddell
σπόρος, ὁ, σπείρω
I. a sowing, Hdt., Xen., etc.
2. seed-time, Xen., Theocr.
II. seed, Theocr.
2. produce, fruit, harvest, crop, Hdt., Soph.
Chinese
原文音譯:spÒroj 士坡羅士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:播了種
字義溯源:撒播種子,撒種子,種子,種;源自(ἐπισπείρω / σπείρω)*=撒種)。參讀 (ἐπισπείρω / σπείρω)同源字參讀 (σπέρμα)同義字
出現次數:總共(6);可(2);路(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 種子(4) 可4:26; 路8:11; 林後9:10; 林後9:10;
2) 種(2) 可4:27; 路8:5
English (Woodhouse)
Translations
seed
Acehnese: bijèh; Acholi: kodi; Afar: mexexu; Ainu: ピイェ, タネ; Akkadian: 𒆰; Aklanon: binhi; Albanian: farë; Ama: ino; Amharic: ዘር; Apache Western Apache: iyigéʼ; Arabic: بِذْرَة, زَرِّيعَة, بِزْر; Hijazi Arabic: بِزِر; Moroccan Arabic: زرّيعة; Aragonese: simient; Aramaic Classical Syriac: ܙܪܥܐ; Arawak: isi; Armenian: սերմ; Old Armenian: սերմն; Aromanian: simintsã; Assamese: বীজ, গুটি; Asturian: pebilla, semiente; Avar: хьон; Azerbaijani: toxum, toxumlar; Bashkir: орлоҡ; Basque: hazi; Belarusian: насенне, семя; Bengali: বীজ; Bislama: sid; Breton: hadenn, had; Buginese: wiji; Bulgarian: семе; Burmese: အစေ့, အဆန်; Burushaski: ġunó; Canela: hy; Capiznon: liso; Catalan: llavor; Cebuano: liso; Cham Eastern Western Chamicuro: ijki; Chechen: хӏу; Cherokee: ᎤᎦᏔ; Chichewa: mbewu; Chinese Mandarin: 種子/种子, 種/种; Chuvash: вӑрӑ; Cornish: hasen; Cree: ᐸᑭᑎᓂᑲᐣ, ᑭᐢᑎᑳᐣ; Crimean Tatar: togum, börtek; Czech: semeno; Danish: sæd, frø; Daur: hure; Digo: mbeyu; Dutch: zaad; Esperanto: semo; Estonian: seeme; Evenki: чэмэл; Faroese: fræ; Finnish: siemen; French: semence, graine; Friulian: samence, semence; Galician: semente, inzo; Georgian: თესლი, მარცვალი; German: Samen, Saat, Samenkorn; Greek: σπόρος; Ancient Greek: καρπός, κόκκος, σπέρμα, σπόρος; Guaraní: táỹi; Gujarati: બિયું, બી, બીજ; Haitian Creole: grenn; Hausa: tsaba; Hebrew: זֶרַע; Higaonon: liso; Hiligaynon: liso; Hindi: बीज, दाना; Hungarian: mag; Icelandic: fræ; Ilocano: bukel; Indonesian: biji; Ingrian: seemen; Ingush: фу; Irish: síol; Old Irish: síl; Italian: seme; Japanese: 種; Javanese: wiji, winih; Kabuverdianu: simenti; Kamba: mbeũ; Kannada: ಬೀಜ; Kapampangan: bini, butul; Karachay-Balkar: урлукъ; Karaim: чачув; Kashubian: semiã; Kazakh: ұрық; Arabic: ۇرىق; Roman: urıq; Khmer: គ្រាប់ពូជ, គ្រាប់; Kikuyu: mbegũ; Kinaray-a: binhi; Kipsigis: keswek; Korean: 씨, 씨앗; Kurdish Central Kurdish: تۆم, دان; Northern Kurdish: tov; Kyrgyz: урук; Arabic: ۇرۇق; Ladino: semiente; Lak: гьанна; Lao: ເມັດພືດ, ແກບຫລືເມັດ, ແກ່ນ, ເມັດ; Latgalian: sākla; Latin: semen; Latvian: sēkla; Lezgi: тум; Lithuanian: sėkla; Low German: Saad; German Low German: Saat; Lozi: peu, lipeu; Luo: kodhi; Luxembourgish: Som; Maasai: lantararai, lantarara; Macedonian: семе; Makasar: bija; Malay: benih, biji benih; Malayalam: വിത്ത്; Malecite-Passamaquoddy: skonimin; Maltese: żerriegħa; Manchu: ᡠᠰᡝ; Mansi: сам; Manx: sheel; Maori: purapura, kākano; Mauritian Creole: semans; Mi'kmaq: nijinj anim; Middle English: seed; Minangkabau: baniah, bijo, bibik; Mohegan-Pequot: wuskanim; Mongolian: үр; Montagnais: ushkanaminan; Mpade: gulfan; Nanai: усэ; Navajo: akʼǫ́ǫ́ʼ; Nepali: दाना; Norman: grainne; Norwegian Bokmål: frø; Nynorsk: frø; Occitan: grana, granas; Ojibwe: miinikaan; Old Church Slavonic Cyrillic: сѣмѧ; Glagolitic: ⱄⱑⰿⱔ; Old East Slavic: сѣмѧ; Old English: sǣd; Old Javanese: winih; Oneida: ká:nʌhe̲'; Oromo: sanyii; Ossetian: мыг; Papiamentu: simia; Penobscot: skánimin; Persian: تُخم, بزر, بذر, دانه, ویج; Plautdietsch: Sot; Polabian: semą; Polish: nasienie, nasionko, nasiono; Portuguese: semente; Quechua: muhu; Rajbanshi: दाना; Romani: mogočka, magočka, mogočki, magočki; Romanian: sămânță; Romansch: sem; Russian: семя, семена; Sanskrit: बीज; Santali: ᱡᱟᱝ, ᱤᱛᱟ; Scottish Gaelic: sìol; Serbo-Croatian Cyrillic: се̏ме, сје̏ме; Roman: sȅme, sjȅme; Shina: gunȯo; Sindhi: ٻج; Skolt Sami: siõm; Slovak: semeno, semená; Slovene: seme; Sorbian Lower Sorbian: semje; Upper Sorbian: symjo; Sotho: peo, dipeo; Southern Altai: ӱрен; Southern Sama: bigi; Spanish: semilla; Sumerian: 𒆰; Sundanese: siki; Swahili: mbegu; Swedish: frö; Sylheti: ꠉꠥꠐꠣ; Tabasaran: тум; Tagalog: buto; Tajik: тухм; Tamil: விதை, வித்து; Taos: pʼə̀oʼóne; Tatar: орлык, бөртек; Tausug: bigi; Telugu: విత్తనం, విత్తు; Tetum: fini; Thai: เมล็ดพันธุ์, พันธุ์พืช, เม็ด, เมล็ด; Tibetan: ས་བོན; Tigrinya: ዘርኢ; Tocharian B: sārm, śäktālye; Turkish: tohum, tane; Turkmen: tohum; Tuvan: үрезин; Uab Meto: fini, fin'in; Ugaritic: 𐎄𐎗𐎓; Ukrainian: сі́м'я, насінина, насі́ння; Unami: xkànim, minkw; Urdu: بیج; Uyghur: ئۇرۇق; Uzbek: urugʻ; Cyrillic: уруғ; Venetian: semensa, simensa, sema; Vietnamese: hột, hạt; Walloon: grinne, simince, po; Welsh: had; West Frisian: sied; White Hmong: noob; Yakut: туораах; Yiddish: זוימען; Yoruba: irúgbìn; Zazaki: genım; Zealandic: zaedje; Zulu: imbewu, inhlamvu