συνδίκως: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(39)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνδίκως Α<br /><b>επίρρ.</b> συγχρόνως, ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=και αττ. τ. ξυνδίκως Α<br /><b>επίρρ.</b> συγχρόνως, ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''συνδίκως:''' (ῐ) справедливо, по справедливости Aesch.
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

adv.
selon le droit, justement.
Étymologie: σύνδικος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Russian (Dvoretsky)

συνδίκως: (ῐ) справедливо, по справедливости Aesch.