σχολαῖος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχολαῖος:''' -α, -ον ([[σχολή]]), αυτός που κάνει [[κάτι]] με την [[ησυχία]] του, [[βραδύς]], [[αργός]], [[βραδυκίνητος]], [[νωθρός]], αργοκίνητος, [[ράθυμος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ.· συγκρ. <i>σχολαίτερα</i>, σε Ηρόδ.· ή <i>-αίτερον</i>, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-αίτατα</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''σχολαῖος:''' -α, -ον ([[σχολή]]), αυτός που κάνει [[κάτι]] με την [[ησυχία]] του, [[βραδύς]], [[αργός]], [[βραδυκίνητος]], [[νωθρός]], αργοκίνητος, [[ράθυμος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ.· συγκρ. <i>σχολαίτερα</i>, σε Ηρόδ.· ή <i>-αίτερον</i>, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-αίτατα</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σχολαῖος:''' <b class="num">1)</b> досл. досужий, перен. безмятежный, спокойный ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> медленный, медлительный, неторопливый: κατὰ τὸν ἄλλον πλοῦν σχολαῖοι κομισθέντες Thuc. медленно совершая остаток (своего) морского переезда; σχολαῖον ποιεῖν τι Xen. замедлять что-л.
}}
}}