σφηκόω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σφήξ]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να μοιάζει με [[σφήκα]], δηλ. τον κάνω να έχει δακτυλιδένια [[μέση]], [[περισφίγγω]] γύρω από τη [[μέση]]· γενικά, [[περιδένω]] [[σφιχτά]], ή, [[απλώς]], [[δένω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>πλοχμοί</i>, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ [[ἐσφήκωντο]] (γʹ πληθ. υπερσ.), πλεξούδες μαλλιών που ήταν δεμένες [[σφιχτά]] ή πλεγμένες και τις συγκρατούσαν χρυσές ή ασημένιες πόρπες, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''σφηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σφήξ]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να μοιάζει με [[σφήκα]], δηλ. τον κάνω να έχει δακτυλιδένια [[μέση]], [[περισφίγγω]] γύρω από τη [[μέση]]· γενικά, [[περιδένω]] [[σφιχτά]], ή, [[απλώς]], [[δένω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>πλοχμοί</i>, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ [[ἐσφήκωντο]] (γʹ πληθ. υπερσ.), πλεξούδες μαλλιών που ήταν δεμένες [[σφιχτά]] ή πλεγμένες και τις συγκρατούσαν χρυσές ή ασημένιες πόρπες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφηκόω:''' перехватывать поперек, перетягивать (подобно телу осы) (καλύμματα ἐσφηκωμένα Anacr.): πλοχμοὶ χρυσῷ [[ἐσφήκωντο]] Hom. кудри были перехвачены золотыми пряжками (или кольцами).
}}
}}