Anonymous

σφηκόω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Autenrieth)
(6)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[σφήξ]]), [[pass]]. plup. ἐσφήκωντο: [[compress]] in a [[wasp]]-[[like]] [[shape]], [[bind]] [[together]], Il. 17.52†.
|auten=([[σφήξ]]), [[pass]]. plup. ἐσφήκωντο: [[compress]] in a [[wasp]]-[[like]] [[shape]], [[bind]] [[together]], Il. 17.52†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σφήξ]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να μοιάζει με [[σφήκα]], δηλ. τον κάνω να έχει δακτυλιδένια [[μέση]], [[περισφίγγω]] γύρω από τη [[μέση]]· γενικά, [[περιδένω]] [[σφιχτά]], ή, [[απλώς]], [[δένω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>πλοχμοί</i>, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ [[ἐσφήκωντο]] (γʹ πληθ. υπερσ.), πλεξούδες μαλλιών που ήταν δεμένες [[σφιχτά]] ή πλεγμένες και τις συγκρατούσαν χρυσές ή ασημένιες πόρπες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}