3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τίμιος:''' -α, -ον και [[τίμιος]], -ον (τῑμή), τιμημένος·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, ο τιμώμενος, αυτός που διατελεί σε [[τιμή]], [[άξιος]] [[τιμής]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πολύτιμος]], με αξία, σε Τραγ.· επίσης, αυτός που έχει υψηλή [[τιμή]], [[ακριβός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που παρέχει [[τιμή]], [[έντιμος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὰ τιμιώτατα = τὰ φίλτατα</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''τίμιος:''' -α, -ον και [[τίμιος]], -ον (τῑμή), τιμημένος·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, ο τιμώμενος, αυτός που διατελεί σε [[τιμή]], [[άξιος]] [[τιμής]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πολύτιμος]], με αξία, σε Τραγ.· επίσης, αυτός που έχει υψηλή [[τιμή]], [[ακριβός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που παρέχει [[τιμή]], [[έντιμος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὰ τιμιώτατα = τὰ φίλτατα</i>, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τίμιος:''' 3, редко 2 (τῑ)<br /><b class="num">1)</b> почитаемый, уважаемый, почтенный ([[ἀνήρ]] Aesch.): πασῶν τιμιωτάτη [[πόλις]] Soph. наиболее чтимый из городов;<br /><b class="num">2)</b> высоко ценимый, (драго)ценный ([[κτῆμα]] Soph.; [[λίθος]] NT);<br /><b class="num">3)</b> почетный ([[ἕδρα]] Aesch.; δῶρα Xen.);<br /><b class="num">4)</b> дорогой Her.: ὀβολῷ πωλεῖν τιμιῶτερον Lys. продавать дороже на обол. | |||
}} | }} |