τίμιος
χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable
English (LSJ)
[τῑ], α, ον, Pl.Prt. 347c, al.; also ος, ον S.Ant.948 (lyr.), Arist. Pol.1283a36, Opp.H.2.651: (τιμή):—
A valued,
I held in honour, worthy, ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τ. ἐστι Od.10.38, cf. Sapph.10, 105, Alc. 49, Hdt.9.71, etc.; ἄνδρα τ. A.Ch.556; γενεᾷ τίμιος [Δανάη] S. l.c.; τίμιοι ἐν τῇ πόλει Pl.Lg.829d; νηὸν.. πᾶσιν μάλα τ. ἀνθρώποισι h.Ap. 483, cf. Hes.Fr.134.7, etc.: freq. in Comp. and Sup., τιμιώταται θεῶν A.Eu.967 (lyr.); πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις S.OC108; τιμιώτερον ἐπιστήμη ὀρθῆς δόξης ἐστί Pl.Men.98a; as form of address, τιμιώτατε Dsc.Eup.1 Prooemia ; τῷ τιμιωτάτῳ χαίρειν Luc.Ep.Sat.2.25, A.D.Synt.41.2, Sammelb.7347.29 (ii A.D.), etc.
II of things, valuable, prized, οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον S.Ant.702, cf. E.Alc.301, Ph. 439 (Sup.), Apoc.17.4.
2 of high price, costly, dear, Hdt.3.23 (Sup.), 8.105 (Comp.), Lys.22.8, Pl.Euthd.304b, Prt.347c, Thphr. Lap.18 (Sup.); πωλεῖται τίμιος is sold dearly, ib.31; τίμιον ἀγοράζειν PCair.Zen.160.10 (iii B.C.); χρυσίον ὅταν πολὺ παραφανῇ, τὸ ἀργύριον τιμιώτερον ποιεῖ X.Vect.4.10: Comp. τιμιέστερος dub. in PCair.Zen. 375.13 (iii B.C.). Adv. τιμίως, πρίασθαι Lyd.Mag.3.35.
3 conferring honour, honourable, τιμία ἕδρα a seat of honour, A.Eu.854, cf. Th.241 (lyr.); τίμιον γέρας an honourable privilege, Id.Supp.986; οὑπιρρέων γὰρ τιμιώτερος χρόνος ἔσται πολίταις more full of honour, Id.Eu. 853; τιμιωτέρα χώρα a higher place, X.Cyr.8.4.10; δῶρα Id.An.1.2.27: τὰ τίμια, = τιμαί, Pi.Fr.221 (cj.), SIG659.8 (Delph., ii B.C.), al., Plb.6.9.8, Supp.Epigr.3.468.10, al. (Thess., i B.C.); τὰ τίμια τῶν ἱερῶν OGI 90.33 (Rosetta, ii B.C.); also in sg., SIG591.6 (Lampsacus, ii B.C.); τὰ τιμιώτατα = τὰ φίλτατα, D.18.215; αἱ καλούμεναι τίμιαι τέσσαρες τέχναι Zos.Alch.p.239 B.
German (Pape)
[Seite 1116] bei den Att. auch 2 Endgn, 1) geschätzt; von Personen, geehrt, verehrt, ὡς ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τίμιός ἐστιν ἀνθρώποις, Od. 10, 38; h. Apoll. 483; παρὰ τιμίοις θεῶν, Pind. Ol. 2, 65; κτείναντες ἄνδρα τίμιον, Aesch. Ch. 549; τιμιώταται θεῶν, Eum. 925; γενεᾷ τίμιος (ἡ Δανάη), Soph. Ant. 939; ὁ ἐν πολίταις τίμιος κεκλημένος, Eur. Hec. 625; δαίμονα ἐν θεοῖς τίμιον, Tr. 49; τίμιος παρ' ὑμῖν καὶ Σόλων, Plat. Conv. 209 d; Her. 7, 71; Gegensatz ἄτιμος, Plat. Polit. 288 d; ὅσοι τίμιοι ἐν τῇ πόλει, Legg. VIII, 829 d; – von Sachen, wert, hoch in Ehren zu halten; γέρας, ἕδρας, Aesch. Suppl. 964 Eum. 816; εἰ γὰρ αἱ τοιαίδε πράξεις τίμιαι, Soph. O. R. 895; theuer, kostbar; im compar., ἐμοὶ δὲ οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον, Soph. Ant. 698; ψυχῆς οὐδέν ἐστι τιμιώτερον, Eur. Alc. 302, wie Her. 8, 105; ὁ σῖτος, Lys. 22, 8; ὀβολῷ τιμιώτερος, ib. 9; κτῆμα τιμιώτατον, Eur. Or. 702; διὰ ταῦτα τιμιώτερον ἐπιστήμη ὀρθῆς δόξης, Plat. Men. 95 a; πρᾶγμα πολλῶν χρυσίων τιμιώτερον, Rep. I, 336 e; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Euthyd. 304 b; Prot. 347 c; ἐὰν μὲν τίμιος παρ' ὑμῖν ᾖ ὁ σῖτος, Dem. 56, 8. – 2) akt. schätzend, ehrend; τὸ τίμιον, = ἡ τιμή, Pol. 6, 9, 8, u. öfter, u. a. Sp., wie D. Sic. 3, 9; τίμιον αἰδῶ Opp. Hal. 2, 652.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. de grand prix, coûteux, cher;
II. fig. 1 précieux, cher;
2 digne d'honneur, honorable, honoré ; honoré, vénéré en parl. de divinités;
3 qui est un honneur, honorable (rang, place, etc.);
Cp. τιμιώτερος.
Étymologie: τιμή.
Russian (Dvoretsky)
τίμιος: 3, редко 2 (τῑ)
1 почитаемый, уважаемый, почтенный (ἀνήρ Aesch.): πασῶν τιμιωτάτη πόλις Soph. наиболее чтимый из городов;
2 высоко ценимый, (драго)ценный (κτῆμα Soph.; λίθος NT);
3 почетный (ἕδρα Aesch.; δῶρα Xen.);
4 дорогой Her.: ὀβολῷ πωλεῖν τιμιῶτερον Lys. продавать дороже на обол.
Greek (Liddell-Scott)
τίμιος: -α, -ον, Πλάτ. Πρωτ. 347C, κ. ἀλλ.· καὶ ος, ον, Ἀριστ. Πολ. 3 13, 2· (τῑμή)· τετιμημένος: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ τιμώμενος, ὁ ἐν τιμῇ διατελῶν, ἄξιος τιμῆς, ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τίμιός ἐστι Ὀδ. Κ. 38, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 403, Ἡρόδ. 9. 71, κτλ.· ἄνδρα τίμιον Αἰσχύλ. Χο. 556· γενεᾷ τίμιος (Δανάη) Σοφ. Ἀντ. 948· τίμιοι ἐν τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. 829D· συχν. ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθετ., τιμιώταται θεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 967· πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις Σοφ. Ο. Κ. 108· τιμιώτερον ἐπιστήμη ὀρθῆς δόξης ἐστὶ Πλάτ. Μένων 98Α· κλπ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολύτιμος, ἄξιος τιμῆς, ἔχων ἀξίαν, τινι Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 7· οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον Σοφ. Ἀντ. 702, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 301, Φοίν. 439, Πλάτ. κλπ.· τίμιον ποιῶ τι, αὐξάνω τὴν τιμὴν ἢ ἀξίαν τινός, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 347D· οὑπιρρέων γὰρ τιμιώτερος χρόνος ἔσται πολίταις, θὰ ἔχῃ δι’ αὐτοὺς περισσοτέρας τιμάς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 853. 2) ὁ παρέχων τιμήν, ἔντιμος, τιμία ἕδρα, κάθισμα τιμῆς, αὐτόθι 854, πρβλ. Θήβ. 241· τ. γέρας ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 986· τιμιωτέρα χώρα Ξεν. Κύρ. 8. 4, 10· δῶρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 27· ― τὰ τίμια = τιμσί, Πινδ. Ἀποσπ. 242 Böckh, Πολύβ. 6. 9, 8· τὰ τιμιώτατα = τὰ φίλτατα, Δημ. 300. 2. 3) ὁ ἔχων ὑψηλὴν τιμήν, πολλὴν ἀξίαν, ἀκριβός, Λατ. carus, Ἡρόδ. 3. 23., 8. 105, Λυσί. 165. 1, Πλάτ., κλπ.
English (Autenrieth)
honored, Od. 10.38†.
English (Slater)
τῑμιος honoured παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν (O. 2.65) ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι (O. 6.11)
English (Strong)
including the comparative timioteros, and the superlative timiotatos from τιμή; valuable, i.e. (objectively) costly, or (subjectively) honored, esteemed, or (figuratively) beloved: dear, honourable, (more, most) precious, had in reputation.
English (Thayer)
τίμια, τίμιον (τιμή), from Homer down;
a. properly, held as of great price, i. e. precious: λίθος, R. V. costly stones); comparitive τιμιωτερος, superlative τιμιωτατος, held in honor, esteemed, especially dear: τίνι, to one, T Tr WH (οὐδενός λόγου etc. not worth a word; cf. Meyer at the passage)); καρπός τῆς γῆς, αἷμα, ἐπαγγέλματα, 2 Peter 1:4.
Greek Monolingual
-α, -ο / τίμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ θηλ. και -ος, Α τιμή
(για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση της ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες της ηθικής, έντιμος, ηθικός
2. αυτός που εκτελεί ευσυνείδητα το καθήκον του
3. αυτός τον οποίο χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια και η ευθύτητα στις χρηματικές συναλλαγές του
4. εκκλ. ιερός, άγιος (α. «τίμιος σταυρός» και «τίμιο ξύλο» — ο σταυρός στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός
β. «τιμία ζώνη» — η ζώνη της Θεοτόκου)
5. φρ. «τίμια δώρα»
(στη λειτουργική) ο άρτος και ο οίνος τα οποία προσφέρει ο ιερέας ως θυσία στον θεό και τα οποία καθαγιάζονται στη Θεία Ευχαριστία, αλλ. άγια δώρα
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλη ηθική ή υλική αξία
2. (το αρσ. υπερθ. βαθμού) τιμιώτατος
προσφώνηση ανωτέρων σε επιστολές ή προσφώνηση ιερέων και επισκόπων
3. το ουδ. ως ουσ. τo τίμιον
α) τιμητικό προνόμιο
β) τιμητική προσφορά
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός στον οποίο οφείλεται ύψιστη τιμή και ευλάβεια
2. (για πράγμ.) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, κυρίως από ηθική άποψη («ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον», Ευρ.)
3. αυτός που προσδίδει τιμή σε κάποιον, τιμητικός («καὶ σύ, τιμίαν ἕδραν ἔχουσα πρὸς δόμοις Ἐρεχθέως», Αισχύλ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τίμια
οι εκδηλώσεις σεβασμού ή λατρείας, οι τιμές
5. φρ. «τίμιον ποιῶ» — αυξάνω την τιμή, προσδίδω πολύ μεγάλη αξία σε κάτι (Πλάτ.).
επίρρ...
τιμίως ΝΜΑ, και τίμια Ν
1. με εντιμότητα
2. με ευσυνειδησία
3. με ευθύτητα, με ειλικρίνεια
αρχ.
σε υψηλή τιμή.
Greek Monotonic
τίμιος: -α, -ον και τίμιος, -ον (τῑμή), τιμημένος·
I. λέγεται για πρόσωπα, ο τιμώμενος, αυτός που διατελεί σε τιμή, άξιος τιμής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
II. λέγεται για πράγματα, πολύτιμος, με αξία, σε Τραγ.· επίσης, αυτός που έχει υψηλή τιμή, ακριβός, σε Ηρόδ.
2. αυτός που παρέχει τιμή, έντιμος, σε Αισχύλ., Ξεν.· τὰ τιμιώτατα = τὰ φίλτατα, σε Δημ.
Middle Liddell
τίμιος, η, ον [τῑμή]
valued:
I. of persons, held in honour, honoured, worthy, Od., Hdt., Attic
II. of things, costly, prized, Trag.: also costly, dear, Hdt.
2. conferring honour, honourable, Aesch., Xen.:— τὰ τιμιώτατα = τὰ φίλτατα, Dem.
Chinese
原文音譯:t⋯mioj 提米哦士
詞類次數:形容詞(14)
原文字根:(有)價值的
字義溯源:有價值的,珍貴的,尊重的,尊敬的,敬重的,寶,寶貴的,極寶貴的;源自(092=價值,珍貴), (τιμή)出自(τίνω)*=付款,償還)。參讀 (τίνω)同源字比較: (ἔντιμος)=有價值的
出現次數:總共(14);徒(2);林前(1);來(1);雅(1);彼前(2);彼後(1);啓(6)
譯字彙編:
1) 寶(6) 林前3:12; 彼前1:19; 啓17:4; 啓18:12; 啓18:16; 啓21:19;
2) 寶貴(3) 徒20:24; 彼前1:7; 啓18:12;
3) 寶貴的(2) 雅5:7; 彼後1:4;
4) 極寶貴的(1) 啓21:11;
5) 當尊重(1) 來13:4;
6) 所尊敬的(1) 徒5:34
English (Woodhouse)
costly, expensive, honoured, precious, conferring honour, full of honour, honored