τραυλίζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τραυλίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τραυλιῶ</i>, (<i>τραυλὸς</i>)· [[τραυλίζω]], Λατ. balbutire, όπως ο Αλκιβιάδης ο [[οποίος]] πρόφερε το <i>ρ</i> ως <i>λ</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα [[παιδιά]], στον ίδ.
|lsmtext='''τραυλίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τραυλιῶ</i>, (<i>τραυλὸς</i>)· [[τραυλίζω]], Λατ. balbutire, όπως ο Αλκιβιάδης ο [[οποίος]] πρόφερε το <i>ρ</i> ως <i>λ</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα [[παιδιά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τραυλίζω:''' шепелявить, сюсюкать Arph., Arst., Plut.
}}
}}