Anonymous

τραυλίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[τρευλίζω]] Α [[τραυλός]]<br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από τραυλισμό, δυσκολεύομαι στην [[προφορά]] του φθόγγου <i>ρω</i><br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] με τρεμουλιαστή [[φωνή]], [[κομπιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χελιδόνι]]) [[κελαηδώ]], [[τερετίζω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[τρευλίζω]] Α [[τραυλός]]<br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από τραυλισμό, δυσκολεύομαι στην [[προφορά]] του φθόγγου <i>ρω</i><br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] με τρεμουλιαστή [[φωνή]], [[κομπιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χελιδόνι]]) [[κελαηδώ]], [[τερετίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τραυλίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τραυλιῶ</i>, (<i>τραυλὸς</i>)· [[τραυλίζω]], Λατ. balbutire, όπως ο Αλκιβιάδης ο [[οποίος]] πρόφερε το <i>ρ</i> ως <i>λ</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα [[παιδιά]], στον ίδ.
}}
}}