3,277,649
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τριόρχης:''' -ου, ὁ ([[ὄρχις]]), αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο [[γύπας]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τριόρχης:''' -ου, ὁ ([[ὄρχις]]), αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο [[γύπας]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐόρχης:''' ου adj. m [[ὄρχις]] похотливый Polyb.<br /><b class="num">[[τριόρχης]]:</b> ου ὁ предполож. сарыч (Falco [[buteo]]) Arph., Arst. | |||
}} | }} |