Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριόρχης: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, ο [[λάγνος]], ο [[ασυγκράτητος]] σεξουαλικά<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[κενταυρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[σεραπιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>ορχης</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. [[ὄρχις]] και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, ο [[λάγνος]], ο [[ασυγκράτητος]] σεξουαλικά<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[κενταυρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[σεραπιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>ορχης</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. [[ὄρχις]] και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τριόρχης:''' -ου, ὁ ([[ὄρχις]]), αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο [[γύπας]], σε Αριστοφ.
}}
}}