ὑδαρής: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδᾰρής:''' -ές ([[ὕδωρ]]), γεν. <i>-έος</i>, λέγεται για [[κρασί]], ο αναμεμιγμένος με [[πάρα]] [[πολύ]] [[νερό]], νερωμένος, [[νερουλός]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αδύνατος]], [[αραιός]], [[άτονος]], [[αδύναμος]], [[ασθενικός]], [[νωθρός]], αποχαυνωμένος, σε Αισχύλ., Αριστ.
|lsmtext='''ὑδᾰρής:''' -ές ([[ὕδωρ]]), γεν. <i>-έος</i>, λέγεται για [[κρασί]], ο αναμεμιγμένος με [[πάρα]] [[πολύ]] [[νερό]], νερωμένος, [[νερουλός]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αδύνατος]], [[αραιός]], [[άτονος]], [[αδύναμος]], [[ασθενικός]], [[νωθρός]], αποχαυνωμένος, σε Αισχύλ., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰρής:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> водянистый, разжиженный (ἰχῶρες Arst.; [[αἷμα]] Plut.); разбавленный водой ([[οἶνος]] Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. водянистый, бледный, бесцветный ([[ὄμμα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> пресный, безвкусный ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> притворный, холодный ([[φιλότης]] Aesch.; [[φιλία]] Arst.).
}}
}}