Anonymous

ὑδαρής: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑδαρής]], -ές, ΝΜΑ [[ὕδωρ]], -<i>ατος</i>]<br />[[υδατώδης]], [[ρευστός]], [[νερουλός]] (α. «[[υδαρής]] [[ουσία]]» β. «[[καταμήνια]] ὑδαρέστερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αναμεμιγμένος με [[νερό]], νερωμένος<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για δαμάσκηνα) [[άνοστος]]<br /><b>3.</b> (για το [[χρώμα]] της επιδερμίδας) [[ωχρός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> i) εξασθενημένος, [[αδύναμος]]<br />ii) [[προσποιητός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑδαρῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> με [[ανάμιξη]] νερού<br /><b>2.</b> με [[χαλαρότητα]] («ὑδαρῶς τὰ [[πάντα]] καὶ κακῶς ἐδίδασκε», Επιφάν.).
|mltxt=-ές / [[ὑδαρής]], -ές, ΝΜΑ [[ὕδωρ]], -<i>ατος</i>]<br />[[υδατώδης]], [[ρευστός]], [[νερουλός]] (α. «[[υδαρής]] [[ουσία]]» β. «[[καταμήνια]] ὑδαρέστερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αναμεμιγμένος με [[νερό]], νερωμένος<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για δαμάσκηνα) [[άνοστος]]<br /><b>3.</b> (για το [[χρώμα]] της επιδερμίδας) [[ωχρός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> i) εξασθενημένος, [[αδύναμος]]<br />ii) [[προσποιητός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑδαρῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> με [[ανάμιξη]] νερού<br /><b>2.</b> με [[χαλαρότητα]] («ὑδαρῶς τὰ [[πάντα]] καὶ κακῶς ἐδίδασκε», Επιφάν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑδᾰρής:''' -ές ([[ὕδωρ]]), γεν. <i>-έος</i>, λέγεται για [[κρασί]], ο αναμεμιγμένος με [[πάρα]] [[πολύ]] [[νερό]], νερωμένος, [[νερουλός]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αδύνατος]], [[αραιός]], [[άτονος]], [[αδύναμος]], [[ασθενικός]], [[νωθρός]], αποχαυνωμένος, σε Αισχύλ., Αριστ.
}}
}}