ὑλάω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλάω:''' [ῠ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υλακτώ]], γαυγίζω, [[ουρλιάζω]], [[κραυγάζω]], λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Μέσ., <i>κύνες οὐχ ὑλάοντο</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., γαυγίζω ή [[ουρλιάζω]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (ηχομιμ.).
|lsmtext='''ὑλάω:''' [ῠ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υλακτώ]], γαυγίζω, [[ουρλιάζω]], [[κραυγάζω]], λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Μέσ., <i>κύνες οὐχ ὑλάοντο</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., γαυγίζω ή [[ουρλιάζω]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (ηχομιμ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλάω:''' тж. med. Hom., Theocr. = [[ὑλακτέω]].
}}
}}