ὑλάω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ῠ],
A = ὑλακτέω, used only by Poets and only in pres. and impf., bark, bay, of dogs, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Od. 16.9; κύων.. ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει 20.15; θεσπέσιον ὑλάοντες Theoc. 25.70:—Med., κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.16.162.
2 metaph. of a man, howl, ἣ μάτην ὑλῶ (so Herm. for ὑλακτῶ); S.Fr.61 (lyr., dub.); of Cassandra, μάτην ὑλάουσα Tryph.421.
II trans., bark or bay at, τινα Od.16.5 (so perhaps20.15, v. supr.).
German (Pape)
[Seite 1176] (onomatop. heulen, ululare), nur im praes. u. imperf. gebräuchliche, poet. Stammform von ὑλακτέω, bellen; Od. 16, 9. 20, 15; auch med., ὑλάοντο, 16, 162; – τινά, anbellen, Od. 16, 5 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 449, Theocr. 25, 70.
French (Bailly abrégé)
ὑλῶ :
seul. prés. et impf. épq. sans contr.
1 intr. aboyer;
2 tr. aboyer après, poursuivre de ses aboiements, acc.;
Moy. ὑλάομαι, ὑλῶμαι aboyer.
Étymologie: onomatopée, cf. lat. ululo.
Russian (Dvoretsky)
ὑλάω: тж. med. Hom., Theocr. = ὑλακτέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλάω: [ῠ], ῥιζικὸς τύπος τοῦ ὑλακτέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ὑλακτῶ, «γαυγύζω», ἐπὶ κυνῶν, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Ὀδ. Π. 9· κύων... ἄνδρ’ ἀγνοιήσασ’ ὑλάει Υ. 15· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύνες οὐχ ὑλάοντο Π. 162. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου, βοῶ, φωνάζω, ἢ μάτην ὑλῶ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ ὑλακτῶ) Σοφ. Ἀποσπ. 58. ΙΙ. μεταβ., «γαυγύζω» ἐναντίον τινός, τινα Ὀδ. Π. 5, Θεόκρ. 25, 70. (Κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. Λατ. ululo, Ἀγγλ. howl, κτλ.).
English (Autenrieth)
bark, bay, bark at, Od. 16.5. (Od.)
Greek Monotonic
ὑλάω: [ῠ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. υλακτώ, γαυγίζω, ουρλιάζω, κραυγάζω, λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Μέσ., κύνες οὐχ ὑλάοντο, στο ίδ.
II. μτβ., γαυγίζω ή ουρλιάζω εναντίον κάποιου, τινά, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (ηχομιμ.).
Middle Liddell
ὑ˘λάω, only in pres. and imperf.]
I. to howl, bark, bay, of dogs, Od.: so in Mid., κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.
II. trans. to bark or bay at, τινά Od., Theocr. [Formed from the sound.]
Frisk Etymology German
ὑλάω: {huláō}
Forms: (Med. Ipf.ὑλάοντο π 162 Versende) nur Präs. u. Ipf.
Grammar: v.
Meaning: bellen, von Hunden (Od., Theok.), übertr. von Kassandra (Tryph.), von einem Mann (S.Fr. 61 coni. für ὑλακτῶ).
Etymology : Gewöhnlicher mit expressiver Erweiterung ὑλακτέω, Aor. ὑλάκτησα (Luk. Nek. 10), sonst nur Präs. u. Ipf., auch (fast nur sp.) m. Präfix, z.B. ἐξ-, περι-, προσ-, ib. (seit Σ 586). Davon ὑλακτικός zum Bellen geneigt (Arist., Luk., Ph.), προσυλάκτησις f. das Schimpfen (Simp. in Ph.); ep. Ptz. ὑλακτιόωντες (Q.S., wie von *ὑλακτιάω; metr. bedingt). — Daneben ὑλάσκω ib. (A. Supp. 877 [lyr.], unsicher), Aor. ὑλάξαι (D. C.), Präs. ὑλάσσω (Chariton, Eust.). — Mehrere Nomina mit Gutturalsuffix: 1. ὑλακή f. das Gebell (Dicht. bei Pl. Lg. 967d, A. R., AP, Plu., Luk.) mit μαψυλάκας m. der vergeblich Bellende, Schreiende (Sapph., Pi.), ὑλακόεις bellend (Opp.), -όωντες ib. (Opp.), Ὑλακίδης Patron. (ξ 204),wievon *Ὑλαξ(= Hylax ... latrat Vg. Buk. 8, 106); zu ὑλακόμωροι s. bes. 2. ὑλαγμός m. das Gebell (Φ 575, X., Arist. u.a.; κυν- ~ Stesich.), -αγμα n. ib. (A., E.), vgl. ἰυγμός, οἴμωγμα, -ωγμός, αἴαγμα usw.; somit von *ὑλάζω (Porzig Satzinhalte 238 f.)? — Daneben ὕλασμα n. (Kyran.). Zum hierhergehörigen Heroennamen Ὕλας Kretschmer Glotta 14, 33 ff. Zur Bildung von ὑλακτέω s. πυρακτέω m. Lit., dazu noch Fraenkel Nom. ag. 2, 95 f. und Schwyzer 706; ὑλάω wie βοάω, γοάω u.a. (urspr. athematisch? Schw. 683). — Altererbtes Schallwort mit Verwandten in lat. ululāre heulen, ulula f. Kauz, aind. ululí- laut schreiend, úlūka- m. Eule, lit. ulúoti heulen usw. (aus dem Wruss. nach Fraenkel s. ulavóti m. Lit.). — Vgl. ὀλολύζω m. Lit. (dazu noch Pok. 1105).
Page 2,961-962
Mantoulidis Etymological
(=γαυγίζω). Εἶναι ριζικός τύπος τοῦ ὑλακτῶ. Ἀπό μία ἄχρηστη ἠχοποίητη λέξη ὕλας (=αὐτός πού γαυγίζει). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑλακή, ὑλακόεις, ὑλακτῶ.