Anonymous

χαίρω: Difference between revisions

From LSJ
5,738 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαίρω:''' (√<i>ΧΑΡ</i>), γʹ πληθ. προστ. <i>χαιρόντων</i>, Επικ. παρατ. <i>χαῖρον</i>, Ιων. [[χαίρεσκον]], μέλ. <i>χαιρήσω</i>, Επικ. αναδιπλ. απαρ. <i>κεχᾰρησέμεν</i>, μεταγεν. επίσης <i>χᾰρῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχάιρησα</i>, παρακ. [[κεχάρηκα]], Επικ. μτχ. αιτ. <i>κεχᾰρηότα</i> — Μέσ. (με την [[ίδια]] [[σημασία]]), μέλ. <i>χᾰρήσομαι</i>, Επικ. <i>κεχᾰρήσομαι</i>, Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ [[χήρατο]], Επικ. γʹ πληθ. αναδιπλ. αορ. βʹ [[κεχάροντο]], γʹ ενικ. και πληθ. ευκτ. <i>κεχάροιτο</i>, <i>-οίατο</i> — Παθ. (με την [[ίδια]] [[σημασία]]), αόρ. βʹ [[ἐχάρην]] [ᾰ], Επικ. <i>χάρην</i>, μτχ. [[χαρείς]], παρακ. <i>κεχάρημαι</i>, μτχ. <i>κεχαρμένος</i>, γʹ ενικ. και πληθ. υπερσ. [[κεχάρητο]], <i>-ηντο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[χαίρομαι]], είμαι [[χαρούμενος]], είμαι [[ευτυχισμένος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[χαίρω]] θυμῷ ή <i>ἐν θυμῷ</i>, [[χαίρω]] φρεσὶν [[ᾗσι]], στον ίδ.· με δοτ. πράγμ., [[χαίρομαι]] με [[κάτι]], είμαι [[ευτυχισμένος]] με [[κάτι]], [[παίρνω]] [[ευχαρίστηση]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, χαίρειν [[ἐπί]] τινι, σε Σοφ., Ξεν.· με μτχ., [[χαίρω]] τὸν μῦθον ἀκούσας, [[χαίρομαι]] που τον έχω ακούσει, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίρεις [[ὁρῶν]], σε Ευρ.· [[χαίρω]] φειδόμενος, σε Αριστοφ.· με μτχ. ενεστ., το [[χαίρω]] μερικές φορές έχει τη [[σημασία]] του [[φιλέω]], <i>χαίρουσι χρεώμενοι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με [[άρνηση]], <i>οὐ χαιρήσεις</i>, δεν θα [[χαρείς]], δηλ. δεν θα μείνεις [[ατιμώρητος]], θα μετανιώσεις, σε Αριστοφ.· ομοίως σε Όμηρ., [[οὐδέ]] τιν' [[οἴω]] Τρώων χαιρήσειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με ερωτηματ., <i>σὺ χαιρήσειν νομίζεις;</i> σε Πλούτ.· βλ. κατωτ. IV.2.<br /><b class="num">III.</b> προστ., [[χαῖρε]], δυϊκ. <i>χαίρετον</i>, πληθ. <i>χαίρετε</i>, είναι μια συνηθισμένη [[μορφή]] χαιρετισμού·<br /><b class="num">1.</b> σε [[συνάντηση]] [[φίλων]], γειά [[σου]]!, Λατ. [[salve]], σε Όμηρ., Αττ.· [[κῆρυξ]] Ἀχαιῶν, [[χαῖρε]]..., Απάντηση [[χαίρω]], [[δέχομαι]] το χαιρετισμό [[σου]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> όταν [[κάποιος]] φεύγει και αποχωρίζεται από φίλο, έχε γειά! γειά [[σου]]!, Λατ. [[vale]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> η [[έννοια]] του αποχωρισμού ή της απομάκρυνσης εμφανίζεται επίσης στο γʹ ενικ. πρόσ. <i>χαιρέτω</i>, ας [[πάει]] στο καλό! [[εἴτε]] ἐγένετο [[ἄνθρωπος]] [[εἴτε]] ἐστὶ [[δαίμων]], <i>χαιρέτω</i>, στην [[ερώτηση]] αν γεννήθηκε [[άνθρωπος]] ή είναι [[θεός]], ας το αφήσουμε στην [[άκρη]], σε Ηρόδ.· <i>χαιρέτω βουλεύματα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> 1. μτχ. <i>χαίρων</i>, [[χαρούμενος]], [[ευχαριστημένος]], [[ευτυχισμένος]], σε Όμηρ.· ομοίως, <i>κεχαρηκώς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> δίπλα σε [[άλλο]] [[ρήμα]], με την [[έννοια]] του ασφαλή, [[χωρίς]] [[τιμωρία]], [[ατιμωρητί]], Λατ. [[impune]], <i>χαίρων ἀπαλλάττει</i>, σε Ηρόδ.· με [[άρνηση]], <i>οὐ χαίρων</i>, Λατ. [[haud]] [[impune]], όχι [[χωρίς]] [[κόστος]] για κάποιον, <i>οὐ χαίροντες ἐμὲ γέλωτα θήσεσθε</i>, σε Ηρόδ.· <i>οὔ τι χαίρων ἐρεῖς</i>, σε Σοφ.· βλ. ανωτ. II.<br /><b class="num">3.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]] ως προστ. (βλ. ανωτ. III), <i>σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀλλ' ἑρπέτω χαίρουσα</i>, άφησέ τη να [[πάει]] χαρούμενη, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> 1. το απαρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όπως η [[λέξη]] [[χαῖρε]]χαιρετισμό (βλ. ανωτ. III. 1), χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], λέω στον κήρυκα [[καλώς]] όρισες, σε Σοφ.· στην [[αρχή]] επιστολών το απαρ. τίθεται μόνο (τα <i>λέγει</i> ή <i>κελεύει</i> παραλείπονται, όπως σε Λατ. S. = salutem αντί S.D. = salutem dicit), [[Κῦρος]] Κυαξάρῃ χαίρειν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], όπως <i>χαιρέτω</i>, [[ἐᾶν]] χαίρειν τινά ή <i>τι</i>, [[βγαίνω]] από το [[μυαλό]] κάποιου, απομακρύνομαι, απαρνιέμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>πολλὰ χ. κελεύειν τινά</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως με δοτ. προσ., <i>πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ</i>, σε Αισχύλ.· <i>φράσαι χαίρειν Ἀθηναίοισι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χαίρω:''' (√<i>ΧΑΡ</i>), γʹ πληθ. προστ. <i>χαιρόντων</i>, Επικ. παρατ. <i>χαῖρον</i>, Ιων. [[χαίρεσκον]], μέλ. <i>χαιρήσω</i>, Επικ. αναδιπλ. απαρ. <i>κεχᾰρησέμεν</i>, μεταγεν. επίσης <i>χᾰρῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχάιρησα</i>, παρακ. [[κεχάρηκα]], Επικ. μτχ. αιτ. <i>κεχᾰρηότα</i> — Μέσ. (με την [[ίδια]] [[σημασία]]), μέλ. <i>χᾰρήσομαι</i>, Επικ. <i>κεχᾰρήσομαι</i>, Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ [[χήρατο]], Επικ. γʹ πληθ. αναδιπλ. αορ. βʹ [[κεχάροντο]], γʹ ενικ. και πληθ. ευκτ. <i>κεχάροιτο</i>, <i>-οίατο</i> — Παθ. (με την [[ίδια]] [[σημασία]]), αόρ. βʹ [[ἐχάρην]] [ᾰ], Επικ. <i>χάρην</i>, μτχ. [[χαρείς]], παρακ. <i>κεχάρημαι</i>, μτχ. <i>κεχαρμένος</i>, γʹ ενικ. και πληθ. υπερσ. [[κεχάρητο]], <i>-ηντο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[χαίρομαι]], είμαι [[χαρούμενος]], είμαι [[ευτυχισμένος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[χαίρω]] θυμῷ ή <i>ἐν θυμῷ</i>, [[χαίρω]] φρεσὶν [[ᾗσι]], στον ίδ.· με δοτ. πράγμ., [[χαίρομαι]] με [[κάτι]], είμαι [[ευτυχισμένος]] με [[κάτι]], [[παίρνω]] [[ευχαρίστηση]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, χαίρειν [[ἐπί]] τινι, σε Σοφ., Ξεν.· με μτχ., [[χαίρω]] τὸν μῦθον ἀκούσας, [[χαίρομαι]] που τον έχω ακούσει, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίρεις [[ὁρῶν]], σε Ευρ.· [[χαίρω]] φειδόμενος, σε Αριστοφ.· με μτχ. ενεστ., το [[χαίρω]] μερικές φορές έχει τη [[σημασία]] του [[φιλέω]], <i>χαίρουσι χρεώμενοι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με [[άρνηση]], <i>οὐ χαιρήσεις</i>, δεν θα [[χαρείς]], δηλ. δεν θα μείνεις [[ατιμώρητος]], θα μετανιώσεις, σε Αριστοφ.· ομοίως σε Όμηρ., [[οὐδέ]] τιν' [[οἴω]] Τρώων χαιρήσειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με ερωτηματ., <i>σὺ χαιρήσειν νομίζεις;</i> σε Πλούτ.· βλ. κατωτ. IV.2.<br /><b class="num">III.</b> προστ., [[χαῖρε]], δυϊκ. <i>χαίρετον</i>, πληθ. <i>χαίρετε</i>, είναι μια συνηθισμένη [[μορφή]] χαιρετισμού·<br /><b class="num">1.</b> σε [[συνάντηση]] [[φίλων]], γειά [[σου]]!, Λατ. [[salve]], σε Όμηρ., Αττ.· [[κῆρυξ]] Ἀχαιῶν, [[χαῖρε]]..., Απάντηση [[χαίρω]], [[δέχομαι]] το χαιρετισμό [[σου]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> όταν [[κάποιος]] φεύγει και αποχωρίζεται από φίλο, έχε γειά! γειά [[σου]]!, Λατ. [[vale]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> η [[έννοια]] του αποχωρισμού ή της απομάκρυνσης εμφανίζεται επίσης στο γʹ ενικ. πρόσ. <i>χαιρέτω</i>, ας [[πάει]] στο καλό! [[εἴτε]] ἐγένετο [[ἄνθρωπος]] [[εἴτε]] ἐστὶ [[δαίμων]], <i>χαιρέτω</i>, στην [[ερώτηση]] αν γεννήθηκε [[άνθρωπος]] ή είναι [[θεός]], ας το αφήσουμε στην [[άκρη]], σε Ηρόδ.· <i>χαιρέτω βουλεύματα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> 1. μτχ. <i>χαίρων</i>, [[χαρούμενος]], [[ευχαριστημένος]], [[ευτυχισμένος]], σε Όμηρ.· ομοίως, <i>κεχαρηκώς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> δίπλα σε [[άλλο]] [[ρήμα]], με την [[έννοια]] του ασφαλή, [[χωρίς]] [[τιμωρία]], [[ατιμωρητί]], Λατ. [[impune]], <i>χαίρων ἀπαλλάττει</i>, σε Ηρόδ.· με [[άρνηση]], <i>οὐ χαίρων</i>, Λατ. [[haud]] [[impune]], όχι [[χωρίς]] [[κόστος]] για κάποιον, <i>οὐ χαίροντες ἐμὲ γέλωτα θήσεσθε</i>, σε Ηρόδ.· <i>οὔ τι χαίρων ἐρεῖς</i>, σε Σοφ.· βλ. ανωτ. II.<br /><b class="num">3.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]] ως προστ. (βλ. ανωτ. III), <i>σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀλλ' ἑρπέτω χαίρουσα</i>, άφησέ τη να [[πάει]] χαρούμενη, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> 1. το απαρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όπως η [[λέξη]] [[χαῖρε]]χαιρετισμό (βλ. ανωτ. III. 1), χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], λέω στον κήρυκα [[καλώς]] όρισες, σε Σοφ.· στην [[αρχή]] επιστολών το απαρ. τίθεται μόνο (τα <i>λέγει</i> ή <i>κελεύει</i> παραλείπονται, όπως σε Λατ. S. = salutem αντί S.D. = salutem dicit), [[Κῦρος]] Κυαξάρῃ χαίρειν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], όπως <i>χαιρέτω</i>, [[ἐᾶν]] χαίρειν τινά ή <i>τι</i>, [[βγαίνω]] από το [[μυαλό]] κάποιου, απομακρύνομαι, απαρνιέμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>πολλὰ χ. κελεύειν τινά</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως με δοτ. προσ., <i>πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ</i>, σε Αισχύλ.· <i>φράσαι χαίρειν Ἀθηναίοισι</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαίρω:''' тж. med. (fut. χαιρήσω - эп. [[κεχαρήσω|κεχᾰρήσω]] и κεχᾰρήσομαι, aor. 2 [[ἐχάρην]] с ᾰ - эп. χάρην, κεχᾰρόμην и (ἐ)χηράμην, pf. = praes. [[κεχάρηκα]] - реже [[κεχάρημαι]] и [[κέχαρμαι]], ppf. ἐκεχᾰρήμην)<br /><b class="num">1)</b> радоваться (χ. θυμῷ или ἐν θυμῷ, тж. φρένα, φρεσίν или νόῳ Hom.): πολλὰ χ. μ᾽ εἶπας Soph. твои слова радуют меня; χ. ἔν и ἐπί τινι и χ. τι Eur. радоваться чему-л.; χ. ἐπί τινι [[κακῶς]] πράσσοντι Eur. радоваться чьему-л. несчастью; ἐπαινούμενοι [[μᾶλλον]] ἢ τοῖς ἄλλοις ἅπασι χαίρετε Xen. похвалам вы радуетесь больше, чем всему остальному; ὁ δ᾽ ἐδέξατο χαίρων παῖδα φίλην Hom. он радостно принял милую дочь; ἐπαιώνιζον κεχαρηκότες Her. на радостях они запели пэан;<br /><b class="num">2)</b> наслаждаться, находить удовольствие, любить: χ. ἄγρῃ Hom. развлекаться охотой; τῇ πολυτελεστάτῃ διαίτῃ χ. Xen. любить роскошный образ жизни; χ. γέλωτι Xen. весело смеяться; τῷ καταμανθάνειν χαίροντες Plat. любознательные люди; [[χαῖρε]] [[Ἀθηναίη]] πεπνυμένῳ [[ἀνδρί]] Hom. Афине понравился (этот) разумный муж; τρόποισι τοιούτοισι χρεώμενοι χαίρουσι Her. они любят так поступать; τοῖς [[καλῶς]] ἐρωτῶσι [[χαίρω]] ἀποκρινόμενος Plat. тем, кто хорошо ставит вопросы, я с удовольствием отвечаю; τοῖς αὐτοῖς χ. καὶ ἄχθεσθαί τινι Plat. любить и ненавидеть одно и то же вместе с кем-л.; οὐδεὶς χαίρων ἐπιτετήδευκε τούτοιν [[οὐδέτερον]] Plat. никто не занимался тем или другим ради удовольствия;<br /><b class="num">3)</b> (только с отрицанием) оставаться безнаказанным, миновать беду или кару: [[οὐδέ]] τί φημι πᾶσιν [[ὁμῶς]] θυμὸν [[κεχαρησέμεν]] Hom. и никому решительно, полагаю, не сдобровать; οὐ χαίροντες ἂν ἀπαλλάξαιτε Xen. не совершить вам успешного отступления; οὐδὲ χαίρων [[ταῦτα]] τολμήσει λέγειν Arph. не поздоровится тебе от этих дерзких слов; χαιρήσειν νομίζεις; Plut. думаешь, что (это) пройдет тебе даром?; οὐκ ἐχαίρησεν, ἀλλ᾽ ἀπετέτμητο τὴν κεφαλήν Plut. (гонцу) пришлось плохо: он был обезглавлен; οὐ χαίροντες γέλωτα ἐμὲ θήσεσθε Her. насмешка надо мной не пройдет вам безнаказанно;<br /><b class="num">4)</b> (в приветствиях и др. обращениях - преимущ. в imper.) здравствовать, быть здоровым: [[χαῖρε]] Hom., Trag., Xen. здравствуй или прощай; [[χαῖρε]] ἀπὸ στρατοῦ! - Χαίρω γε Aesch. со счастливым возвращением из армии! - Да, возврат мой счастлив; [[νῦν]] πᾶσι [[χαίρω]] Soph. теперь все меня приветствуют; σίτου θ᾽ ἅπτεσθον καὶ χαίρετον Hom. кушайте на здоровье; (в начале писем) [[Κῦρος]] Κυαξάρῃ χαίρειν (sc. λέγει) Xen. Кир Киаксару желает здравствовать (шлет привет); [[χαίρην]] (эол. inf.) πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον Theocr. здравствуй, Тионих; (в обращении к богам) [[χαῖρε]], Διὸς υἱέ! HH слава тебе, сын Зевса!; (в ироническо-вежливых формулах) χαίρων [[ἴθι]] Eur. уходи себе, пожалуйста; [[εἴτε]] δὲ ἐγένετό τις [[ἄνθρωπος]], εἴτ᾽ ἐστὶ [[δαίμων]] τις, χαιρέτω Her. человек ли он был, божество ли, бог с ним (не будем больше говорить о нем); χαιρέτω βουλεύματα τὰ [[πρόσθεν]]! Eur. прочь прежние намерения!; τινὰ (τι) χ. [[ἐᾶν]] Her., Arph., Xen., Plat., κελεύειν Xen., λέγειν Eur., προσαγορεύειν Plat. или [[εἰπεῖν]] Luc. распрощаться с кем(чем)-л., отказываться от кого(чего)-л., пренебречь кем(чем)-л.; εἴπωμεν πρὸς [[ἡμᾶς]] αὐτούς, χ. εἴποντες ἐκείνοις Plat. поговорим друг с другом, а их оставим в покое; πολλὰ χ. ξυμφορὰς (v. l. συμφοραῖς) καταξιῶ Aesch. предадим забвению (былые) невзгоды.
}}
}}