φοινίσσω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινίσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[φοινός]]), [[κοκκινίζω]], κάνω [[κάτι]] κόκκινο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ευρ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κόκκινος]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''φοινίσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[φοινός]]), [[κοκκινίζω]], κάνω [[κάτι]] κόκκινο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ευρ. — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κόκκινος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινίσσω:''' <b class="num">1)</b> обагрять (кровью) (πόντον αἵματι Her.; σφάγια Eur.): μάστιγι νῶτα φοινιχθείς Soph. с окровавленной бичом спиной;<br /><b class="num">2)</b> делать пурпурным, покрывать румянцем (φοινίσσουσα παρῇ δ᾽ αἰσχύνᾳ Eur.): [[χρόα]] φοινίχθην ὑπὸ [[τὤλγεος]] Theocr. кожа покраснела у меня от боли;<br /><b class="num">3)</b> краснеть, румяниться ([[ὄψει]] φοινίξαντα [[μόρον]] Soph.).
}}
}}