χορηγέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[χορηγός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] το χορό, σε Πλάτ.· μεταφ., [[αναλαμβάνω]] την [[αρχηγία]] ενός πράγματος, [[προεξάρχω]], με γεν., [[τούτου]] τοῦ λόγου, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σε Αττ., λέγεται για τον <i>χορηγόν</i>, [[πληρώνω]] τη [[δαπάνη]] για την [[παρουσίαση]] του χορού σε δημόσιες γιορτές, [[ενεργώ]] ως [[χορηγός]]· με δοτ., [[χορηγέω]] χορῷ, σε Πλάτ.· [[χορηγέω]] [[ἀνδράσι]] ἐς [[Διονύσια]], σε Λυσ.· [[χορηγέω]] κωμῳδοῖς, στον ίδ.· επίσης με τη [[γιορτή]], σε αιτ., [[χορηγέω]] [[Λήναια]], σε Αριστοφ.· [[Διονύσια]], σε Δημ. — Παθ., έχω βρει χορηγούς για [[κάτι]], <i>χορηγοῦσι μὲν οἱ πλούσιοι</i>, χορηγεῖται δὲ ὁ [[δῆμος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[φροντίζω]] για, [[χορηγέω]] ταῖς [[σεαυτοῦ]] ἡδοναῖς, σε Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ. επίσης: <b>α)</b> με αιτ. προσ., [[εφοδιάζω]] άφθονα με [[κάτι]], [[ιδίως]], με προμήθειες για τον πόλεμο, σε Πολύβ. — Παθ., είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Αριστ. <b>β)</b> με αιτ. πράγμ., [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], σε Δημ.
|lsmtext='''χορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[χορηγός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] το χορό, σε Πλάτ.· μεταφ., [[αναλαμβάνω]] την [[αρχηγία]] ενός πράγματος, [[προεξάρχω]], με γεν., [[τούτου]] τοῦ λόγου, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σε Αττ., λέγεται για τον <i>χορηγόν</i>, [[πληρώνω]] τη [[δαπάνη]] για την [[παρουσίαση]] του χορού σε δημόσιες γιορτές, [[ενεργώ]] ως [[χορηγός]]· με δοτ., [[χορηγέω]] χορῷ, σε Πλάτ.· [[χορηγέω]] [[ἀνδράσι]] ἐς [[Διονύσια]], σε Λυσ.· [[χορηγέω]] κωμῳδοῖς, στον ίδ.· επίσης με τη [[γιορτή]], σε αιτ., [[χορηγέω]] [[Λήναια]], σε Αριστοφ.· [[Διονύσια]], σε Δημ. — Παθ., έχω βρει χορηγούς για [[κάτι]], <i>χορηγοῦσι μὲν οἱ πλούσιοι</i>, χορηγεῖται δὲ ὁ [[δῆμος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[φροντίζω]] για, [[χορηγέω]] ταῖς [[σεαυτοῦ]] ἡδοναῖς, σε Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ. επίσης: <b>α)</b> με αιτ. προσ., [[εφοδιάζω]] άφθονα με [[κάτι]], [[ιδίως]], με προμήθειες για τον πόλεμο, σε Πολύβ. — Παθ., είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Αριστ. <b>β)</b> με αιτ. πράγμ., [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''χορηγέω:''' <b class="num">1)</b> (о руководителе хора) управлять, руководить (χορῷ Plat.): χ. [[ἡμῶν]] Plat. управлять нашим хором; Ἡρακλείτου ἑταῖροι χορηγοῦσι [[τούτου]] τοῦ λόγου перен. Plat. последователи Гераклита стоят во главе этого учения;<br /><b class="num">2)</b> быть хорегом, нести расходы по устройству хоров Isocr., Plut.: χ., τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν Dem. на свой счет устраивать хоры, снаряжать триеры, платить налоги; ἐχόρευες, ἐγὼ δ᾽ ἐχορήγουν Dem. ты участвовал в хорах, а я их оплачивал; πάσας τὰς χορηγίας χ. Lys. нести все расходы по устройству хоров; χ. τινος Plut., Luc. устраивать хороводные празднества для кого-л.; [[ἀνδράσι]] χ. εἰς [[Διονύσια]] Lys. быть хорегом мужского хора на Дионисиях; χ. παισὶ [[Διονύσια]] Dem. устроить на Дионисиях хор из мальчиков; Παναθηναίοις κεχορήγεχα Dem. я устроил хороводы на Панафинеях; χορηγοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ [[δῆμος]] Xen. богачи устраивают хороводные празднества, а народ ими пользуется;<br /><b class="num">3)</b> снабжать (τὸ [[στρατόπεδον]] σίτῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδείοις Polyb.; παντὶ ζώῳ τεκόντι τὴν ἐκ τοῦ [[γάλακτος]] τροφὴν ἐχορήγησεν ἡ [[φύσις]] Plut.): ἐκ φύσεως или φύσει κεχορηγημένος πρός τι Polyb., Diod. от природы способный к чему-л.; [[μετρίως]] οἱ ἐκτὸς κεχορηγημένοι Arst. умеренно снабженные внешними благами, т. е. люди со средним достатком; [[ἀρετὴ]] κεχορηγημένη Arst. обеспеченная всем необходимым, т. е. непоколебимая добродетель;<br /><b class="num">4)</b> служить всеми средствами (ταῖς [[ἑαυτοῦ]] ἡδοναῖς Aeschin.; ταῖς ἐπιθυμίαις Luc.);<br /><b class="num">5)</b> доставлять (χρήματά τινι Dem.; τὰς τροφάς Diod.; ἄρτον εἰς βρῶσιν NT).
}}
}}