χορηγέω
English (LSJ)
Boeot. and Dor. χοραγέω, IG7.3210 (Orchom.), 12(1).383 (Rhodes), etc.:—
A lead a chorus, χορῷ Simon.147, Pl.Grg. 482b (cf. signf.ΙΙ): c. gen., χ. ἡμῶν Id.Lg.654a: hence metaph., take the lead in a matter, c. gen., τούτου τοῦ λόγου Id.Tht.179d.
II of the χορηγός, defray the cost of bringing out a chorus at the public festivals, abs., χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν D.18.257; ἐχόρευες, ἐγὼ δ' ἐχορήγουν interpol. ib.265; χ. λαμπρῶς Antipho 2.2.12, etc.; κάλλιον Isoc.19.36: freq. in Inscrr., Θεμιστοκλῆς ἐχορήγει· Φρύνιχος ἐδίδασκεν· Ἀδείμαντος ἦρχεν ap.Plu.Them.5, cf. IG12.770, etc.; also ὁ δῆμος ἐχορήγει IG22.3079, al.: c. acc. cogn., χορηγίας χ. Antipho 5.77, Lys.12.20; [τῇ φυλῇ] Luc.Dem.Enc.45; χ. Ἀθηναίων Plu.2.724b: freq. with a word to denote the occasion, Λήναια χορηγῶν Ar.Ach.1155 (lyr.); χ. παισὶν Διονύσια D.21.64; εἰς Ἀπολλώνια IG11(2).106.1 (Delos, iii B. C.); ἀνδράσι χ. ἐς Διονύσια Lys. 21.2; χ. κωμῳδοῖς, πυρριχισταῖς, ib.4; τραγῳδοῖς Is.6.60; κωμῳδοῖς IG22.3090 (less freq. with the Art. added, χ. τὰ Διονύσια τοῖς τραγῳδοῖς Arist.Fr.630); also Παναθηναίοις χ. D.21.156:—Pass., to have choragi found for one, χορηγοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος X.Ath.1.13; ἄριστα χορηγοῦνται οἱ παῖδες are well found by their choragus, Antipho 6.13.
2 metaph., minister to, χ. ταῖς σεαυτοῦ ἡδοναῖς Aeschin.3.240; ταῖς ἐπιθυμίαις Luc.Par.12; πρὸς ἐπαινον Lib. Or.18.7; πρὸς μῆκος λόγου ib.13.26.
3 metaph. also,
a c. acc. pers., furnish abundantly with a thing, esp. with supplies for war, χ. τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις Plb.3.68.8, cf. 49.11, 52.7, etc.; χρήμασι πρός τι Id.5.42.7:—Pass., to be well supplied, τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς κεχορηγημένος Arist.EN1101a15, cf. 1179a11: abs., κάλλιστα κεχορηγημένος best furnished, Id.Pol.1288b14; κεχ. ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε.. ib.1323b41; ἀρετὴ κεχορηγημένη ib.1289a33: generally, ἐμβαμματίοις κεχ., of fish, Anaxipp.1.35;
A πολλαῖς ἀφορμαῖς κεχ. πρός τι Plb.4.77.2; διαφόρῳ φύσει, συνέσει, D.S.1.15, 2.6, D.H.Vett.Cens. 5.6; κεχ. ὑπὸ τὴς φύσεως ἀγχινοίᾳ D.S.26.2
b c. acc. rei (with or without dat. pers.), supply, furnish, τοὺς Ἴβηρας οὓς χορηγεῖς μοι, i.e. the archers, Ar.Fr.551; χρήματα ἡμῖν D.11.6; τὰς τροφάς D.S.2.35; σπόρον 2 Ep.Cor.9.10; ἐξ ἰσχύος ἧς χ. ὁ θεός 1 Ep.Pet.4.11; πάθη τὰ χορηγοῦντα βοήθειαν affording, i.e. admitting, a cure, Ptol.Tetr.13: c. dat. pers. only, τῷ βασιλεῖ LXX 3 Ki.4.7:—Med. in act. sense, χορηγούμενός σοιτὸν φόρον BGU920.29 (ii A. D.):—Pass., τῶν ἐκ μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων (sc. δείπνων) Arist.Pol. 1281b3.
German (Pape)
[Seite 1365] dorisch χοραγέω, ein Choreg sein, den Chor führen, sowohl mit dem dat. als dem gen. der Person, Plat. Gorg. 482 e Legg. 654 a; übh. anführen, den Ton angeben, τινός, in einer Sache, τοῦ λόγου Plat. Theaet. 179 d. – Gew. bei den Att. die Kosten zur Ausrüstung und Aufführung eines Chors hergeben; χορηγεῖν λήναια Ar. Ach. 1119; λαμπρῶς Antiph. 2 β 12; τραγῳδοῖς Lys. 19, 28; χορηγίας 19, 57; ἀνδράσιν εἰς Διονύσια 21, 2; κωμῳδοῖς ib. 4; παιδικῷ χορῷ Is. 7, 40; χορόν, ᾡ χορηγοίην Plat. Gorg. 482 b; χορηγεῖν παισὶ Διονύσια Dem. 21, 64, u. sonst; – übh. die Kosten, den erforderlichen Aufwand wozu hergeben, ausrüsten, ausstatten, hinreichend mit Etwas versehen, τινά τινι, Einen womit, von äußerlichen Mitteln, auch von äußern u. innern Eigenschaften, Tugenden u. Kenntnissen; Arist. Poet. 4, 21; τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς eth. 1, 10, vgl. 10, 8, u. öfter; ἐχορήγει τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις Pol. 3, 68, 8; ἡ Μηδία τούτοις τοῖς ζώοις ἅπασαν χορηγεῖ τὴν Ἀσίαν 10, 27, 2; aber auch τινί τι, wie 22, 26, 2; pass., οὔτε σῖτος δύναται χορηγεῖσθαι τοῖς στρατοπέδοις 6, 15, 4; πολλαῖς ἀφορμαῖς ἐκ φύσεως κεχορηγημένος πρὸς πραγμάτων κατάκτησιν 4, 77, 2; Ἀσία ὅλη χορηγεῖ ἐκείνῳ Ath. XII, 546; Hdn. 3, 13, 10; χορηγῶν ἀφθόνως ταῖς ἐπιθυμίαις Luc. Paras. 12, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
χορηγῶ :
f. χορηγήσω, ao. ἐχορήγησα ; pf. Pass. κεχορήγημαι;
1 conduire le chœur;
2 chez les Att. être chorège, càd faire la dépense d'équipement et d'organisation d'un chœur ; abs. χορηγοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος XÉN les riches pourvoient aux dépenses d'organisation des chœurs, et le peuple profite de ces dépenses ; p. ext. faire les frais d'une chose, pourvoir aux dépens de : ταῖς ἡδοναῖς ESCHN, ταῖς ἐπιθυμίαις LUC subvenir aux dépenses qu'on fait pour ses plaisirs, pour la satisfaction de ses caprices, etc. τινί, pourvoir aux besoins de qqn : τι, fournir qch, τινί τι, procurer qch à qqn ; Πομπήϊος ἔκ τε γῆς καὶ θαλάττης χορηγούμενος PLUT Pompée qui tirait ses ressources à la fois de la terre et de la mer;
NT: fournir, accorder.
Étymologie: χορηγός.
Russian (Dvoretsky)
χορηγέω:
1 (о руководителе хора), управлять, руководить, (χορῷ Plat.): χ. ἡμῶν Plat. управлять нашим хором; Ἡρακλείτου ἑταῖροι χορηγοῦσι τούτου τοῦ λόγου перен. Plat. последователи Гераклита стоят во главе этого учения;
2 быть хорегом, нести расходы по устройству хоров Isocr., Plut.: χ., τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν Dem. на свой счет устраивать хоры, снаряжать триеры, платить налоги; ἐχόρευες, ἐγὼ δ᾽ ἐχορήγουν Dem. ты участвовал в хорах, а я их оплачивал; πάσας τὰς χορηγίας χ. Lys. нести все расходы по устройству хоров; χ. τινος Plut., Luc. устраивать хороводные празднества для кого-л.; ἀνδράσι χ. εἰς Διονύσια Lys. быть хорегом мужского хора на Дионисиях; χ. παισὶ Διονύσια Dem. устроить на Дионисиях хор из мальчиков; Παναθηναίοις κεχορήγεχα Dem. я устроил хороводы на Панафинеях; χορηγοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος Xen. богачи устраивают хороводные празднества, а народ ими пользуется;
3 снабжать (τὸ στρατόπεδον σίτῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδείοις Polyb.; παντὶ ζώῳ τεκόντι τὴν ἐκ τοῦ γάλακτος τροφὴν ἐχορήγησεν ἡ φύσις Plut.): ἐκ φύσεως или φύσει κεχορηγημένος πρός τι Polyb., Diod. от природы способный к чему-л.; μετρίως οἱ ἐκτὸς κεχορηγημένοι Arst. умеренно снабженные внешними благами, т. е. люди со средним достатком; ἀρετὴ κεχορηγημένη Arst. обеспеченная всем необходимым, т. е. непоколебимая добродетель;
4 служить всеми средствами (ταῖς ἑαυτοῦ ἡδοναῖς Aeschin.; ταῖς ἐπιθυμίαις Luc.);
5 доставлять (χρήματά τινι Dem.; τὰς τροφάς Diod.; ἄρτον εἰς βρῶσιν NT).
Greek (Liddell-Scott)
χορηγέω: Δωρικ. -ᾱγέω Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1579, -80. Ὁδηγῶ χορόν, εἶμαι ἡγεμὼν χοροῦ, χορῷ Σιμωνίδ. 148, Πλάτ. Γοργ. 482C (πρβλ. σημασ. ΙΙ)· ἀλλὰ καὶ μετὰ γενικ., χ. ἡμῶν (διάφορ. γρααφ. ἡμῖν) ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 651Α· ἐντεῦθεν μεταφορ., λαμβάνω τὴν ἀρχηγίαν πράγματός τινος, προεξάρχω ἔν τινι πράγματι, μετὰ γεν., τούτου τοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττικ. λεγόμενον ἐπὶ τοῦ χορηγοῦ, σημαίνει: παρέχω τὴν δαπάνην τὴν ἀπαιτουμένην πρὸς σχηματισμὸν χοροῦ διὰ τὰς δημοσίας ἑορτάς, ἐνεργῶ ὡς χορηγὸς (ἴδε ἐν λέξ. χορός), ἀπολ., χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν Δημ. 312. 25· ἐχόρευες, ἐγὼ δ’ ἐχορήγουν ὁ αὐτ. 315. 8· χορηγ. λαμπρῶς Ἀντιφῶν 117. 32, κλπ.· κάλλιον Ἰσοκρ. 391D· συχνὸν ἐν ἐπιγραφαῖς, ὡς Θεμιστοκλῆς ἐχορήγει· Φρύνιχος ἐδίδασκεν· Ἀδείμαντος ἦρχεν παρὰ Πλουτ. ἐν Θεμιστ. 5, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 211, 212, 213, κ. ἀλλ.· μετὰ συστοίχου αἰτ., χορηγίας χ. Ἀντιφῶν ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 122. 4· χ. τῆς φυλῆς Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 45, πρβλ. Πλούτ. 2724Β· ἀλλὰ πολλάκις καὶ μετὰ προσδιορισμοῦ δηλοῦντος τὴν ἑορτὴν καθ’ ἣν ἐχορήγησέ τις, χορηγῶν Λήναια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1155· χ. παισὶ Διονύσια Δημ. 535. 12, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 37· χ. ἀνδράσιν ἐς Διονύσια Λυσί. 161. 38· χ. κωμῳδοῖς, πυρριχισταῖς ὁ αὐτ. 162. 2, 4, πρβλ. Ἰσαῖον 54. 30, 62. 24· (οὐχὶ συχνάκις μετὰ τοῦ ἄρθρου, χ. Διονύσια τοῖς τραγῳδοῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 587)· ὡσαύτως, χ. Παναθηναίοις Δημ. 565. 11. - Παθ., χορηγοῦσι μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 13· οἱ παῖδες ἄριστα χορηγοῦνται, εὑρίσκονται ὑπὸ τοῦ χορηγοῦ, Ἀντιφῶν 143. 4. 2) μεταφορ., ὑπηρετῶ, παρέχω τὰ μέσα, τὰς εὐκολίας, διευκολύνω, χορ. ταῖς σεαυτοῦ ἡδοναῖς Αἰσχίν. 88. 12· ταῖς ἐπιθυμίαις Λουκ. Παράσ. 12. -Πρβλ. χορηγία. 3) μεταφορ. ὡσαύτως, α) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐφοδιάζω ἀφθόνως μέ τι πρᾶγμα, μάλιστα μὲ ζωοτροφίας διὰ τὸν πόλεμον, παρέχω τροφὰς, δίδω, χ. τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις Πολύβ. 3. 68, 8, πρβλ. 49, 11., 52, 7, κλπ.· χρήμασι πρός τι ὁ αὐτ. 5, 42, 7. -Παθητ., καλῶς ἐφοδιάζομαι, λαμβάνω ἄφθονον χορηγίαν τινός, κεχορηγημένος τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 15. πρβλ. 10. 8, 11· - καὶ ἀπολ., κάλλιστα κεχορηγημένος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 4. 2, 1· κἑξ. ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε ... αὐτόθι 7. 1, 13· ἀρετὴ κεχορηγημένη αὐτόθι 4. 2, 1· συχν. παρὰ μεταγεν., κεχ. πολλαῖς ἀφορμαῖς πρός τι Πολύβ. 4. 77, 2· διαφόρῳ φύσει, αγχινοίᾳ, συνέσει Διόδ. 1. 15, κλπ. β) μετ’ αἰτ. πράγματ. (ἢ προσώπου λαμβανομένου ὡς πράγματος), τοὺς Ἴβηρας (δηλ. τοὺς τοξότας) οὓς χορηγεῖς μοι βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· χρήματα ἡμῖν Δημ. 153. 26· τὰς τροφάς, τὸν σῖτον Διόδ. 2. 35. - Παθ., τῶν ἐκ μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων (ἐξυπακ. δείπνων) Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11. 2.
English (Strong)
from a compound of χορός and ἄγω; to be a dance-leader, i.e. (generally) to furnish: give, minister.
English (Thayer)
χορήγω; future 3rd person singular χορηγήσει (G L T Tr WH); 1st aorist optative 3rd person singular χορηγ´ησαι (ibid., ); (χορηγός, the leader of a chorus; from χορός and ἄγω (ἡγέομαι)); from (Simonides), Xenophon, Plato down;
1. to be a chorus-leader, lead a chorus.
2. "to furnish the chorus at one's own expense; to procure and supply all things necessary to fit out the chorus" (so very often in the Attic writings).
3. in later writings (Aristotle), Polybius, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch, Aelian, others; to supply, furnish abundantly: τί, ἐπιχορηγέω.)
Greek Monotonic
χορηγέω: μέλ. -ήσω (χορηγός)·
I. οδηγώ το χορό, σε Πλάτ.· μεταφ., αναλαμβάνω την αρχηγία ενός πράγματος, προεξάρχω, με γεν., τούτου τοῦ λόγου, στον ίδ.
II. 1. σε Αττ., λέγεται για τον χορηγόν, πληρώνω τη δαπάνη για την παρουσίαση του χορού σε δημόσιες γιορτές, ενεργώ ως χορηγός· με δοτ., χορηγέω χορῷ, σε Πλάτ.· χορηγέω ἀνδράσι ἐς Διονύσια, σε Λυσ.· χορηγέω κωμῳδοῖς, στον ίδ.· επίσης με τη γιορτή, σε αιτ., χορηγέω Λήναια, σε Αριστοφ.· Διονύσια, σε Δημ. — Παθ., έχω βρει χορηγούς για κάτι, χορηγοῦσι μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος, σε Ξεν.
2. μεταφ., φροντίζω για, χορηγέω ταῖς σεαυτοῦ ἡδοναῖς, σε Αισχίν.
3. μεταφ. επίσης: α) με αιτ. προσ., εφοδιάζω άφθονα με κάτι, ιδίως, με προμήθειες για τον πόλεμο, σε Πολύβ. — Παθ., είμαι καλά εφοδιασμένος, σε Αριστ. β) με αιτ. πράγμ., προμηθεύω, εφοδιάζω, σε Δημ.
Middle Liddell
χορηγός
I. to lead a chorus, Plat.: metaph. to take the lead in a matter, c. gen., τούτου τοῦ λόγου Plat.
II. in Attic of the χορηγός, to defray the cost of bringing out a chorus at the public feasts, to act as choragus, Oratt.; c. dat., χ. χορῶι Plat.; χ. ἀνδράσι ἐς Διονύσια Lys.; χ. κωμωιδοῖς Lys.; also with the feast in acc., χορ. Λήναια Ar.; Διονύσια Dem.:—Pass. to have choragi found for one, χορηγοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος Xen.
2. metaph. to minister to, χ. ταῖς σεαυτοῦ ἡδοναῖς Aeschin.
3. metaph. also,
a. c. acc. pers. to furnish abundantly with a thing, esp. with supplies for war, Polyb.:—Pass. to be well supplied, Arist.
b. c. acc. rei, to supply, furnish, Dem.
Chinese
原文音譯:corhgšw 何而-誒給哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:合唱隊-帶領 相當於: (כּוּל)
字義溯源:作舞蹈帶領者,供應,豐富地供應,完全的承諾,賜;由(χορός)*=圓場)與(ἄγω)*=帶領)組成。參讀 (ἀναδίδωμι)同義字
出現次數:總共(2);林後(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 供應的(1) 彼前4:11;
2) 供應(1) 林後9:10