ὠμοφάγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3"
(4b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὠμοφάγος]],-ον, ΝΑ<br />αυτός που τρώει ωμές τροφές και, [[ιδίως]], ωμό [[κρέας]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ωμοφάγα</i><br />τα σαρκοφάγα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὠμοφάγος]] [[χάρις]]» — η [[χαρά]] που προκαλείται από τη [[βρώση]] ωμού κρέατος (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
|mltxt=-α, -ο / [[ὠμοφάγος]],-ον, ΝΑ<br />αυτός που τρώει ωμές τροφές και, [[ιδίως]], ωμό [[κρέας]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ωμοφάγα</i><br />τα σαρκοφάγα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὠμοφάγος]] [[χάρις]]» — η [[χαρά]] που προκαλείται από τη [[βρώση]] ωμού κρέατος (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].<br />-ον Α<br />([[κυρίως]] σε θυσίες [[προς]] τιμήν του Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε [[ωμός]] («δαῑτες ὠμόφαγοι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
{{grml
|mltxt=-ον Α<br />([[κυρίως]] σε θυσίες [[προς]] τιμήν του Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε [[ωμός]] («δαῑτες ὠμόφαγοι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm