ὠμοφάγος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοφάγος Medium diacritics: ὠμοφάγος Low diacritics: ωμοφάγος Capitals: ΩΜΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: ōmophágos Transliteration B: ōmophagos Transliteration C: omofagos Beta Code: w)mo/fagos

English (LSJ)

(parox.), ον,
A eating raw flesh, carnivorous, of savage beasts, λέοντες, θῶες, λύκοι, Il.5.782, 11.479, 16.157; θῆρες h.Ven.124; of the Centaurs, Thgn. 542; of savage men, Th.3.94, Str.15.1.57, Porph.Abst.1.13; of certain daemons, ὠμοφάγοι χθόνιοι PMag.Par.1.1444; τὰ ὠ. carnivores, Hp.Vict.2.49 cod.M, Arist.HA608b25, PA694a1; ὠ. χάρις (cf. ἀνδροβρώς) E.Ba.139 (lyr.).
II rarely proparox. ὠμόφαγος, ον, Pass., eaten raw, of sacrifices offered to Dionysus, E.Fr.472.12 (anap., τάς τ' ὠμοφάγους δαίτας τελέσας codd. perhaps rightly, cf. ὠμοφάγιον).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange de la chair crue.
Étymologie: ὠμός, ἔφαγον.

German (Pape)

roh essend, fressend, bes. rohes Fleisch essend; gew. von wilden, reißenden Tieren, λέοντες, λύκοι, θῶες, Il. 5.782, 16.157, 11.479 und öfter; θῆρες H.h. Ven. 124; von Menschen Thuc. 3.94.

Russian (Dvoretsky)

ὠμοφάγος: (ᾰ)
1 питающийся сырым мясом (ἔθνος Thuc.);
2 плотоядный, хищный (λέοντες, θῶες Hom.; θῆρες HH; sc. ζῷα Arst.);
3 Eur. = ὠμόφαγος.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφάγος: [ᾰ], -ον, (ὠμὸς) ὁ τρώγων ὠμὸν κρέας, σαρκοβόρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, λέοντες, θῶες, λύκοι Ἰλ. Ε. 782, Λ. 479, Π. 157· θῆρες Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 124· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Θέογν. 542· ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, Θουκ. 3. 94, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. § 13· - τὰ ὠμοφάγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· - ὠμ. χάρις (πρβλ. ἀνδροβρὼς) Εὐρ. Βάκχ. 139. Πρβλ. ὠμάδιος, ὠμηστής, ΙΙ. σπανίως προπαροξ., ὠμόφαγος, ον, παθ., ὁ ὠμὸς φαγωθείς, δαῖτες ὠμ., θυσίαι γενόμεναι εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἀποσπ. 475α. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμοφάγους δαῖτας· τοὺς τὰ ὠμὰ κρέα μερίζοντας καὶ ἐσθίοντας».

English (Autenrieth)

eating raw flesh. (Il.)

Spanish

devorador de carne cruda

Greek Monolingual

-α, -ο / ὠμοφάγος,-ον, ΝΑ
αυτός που τρώει ωμές τροφές και, ιδίως, ωμό κρέας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωμοφάγα
τα σαρκοφάγα ζώα
αρχ.
φρ. «ὠμοφάγος χάρις» — η χαρά που προκαλείται από τη βρώση ωμού κρέατος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φάγος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
-ον Α
(κυρίως σε θυσίες προς τιμήν του Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε ωμός («δαῖτες ὠμόφαγοι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φαγος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monotonic

ὠμοφάγος: [ᾰ], -ον (ὠμός, φαγεῖν), αυτός που τρώει ωμό κρέας, σαρκοφάγος, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.

Middle Liddell

ὠμο-φᾰ́γος, ον, ὠμός, φαγεῖν
eating raw flesh, carnivorous, Il., Thuc.

English (Woodhouse)

eating raw flesh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὠμός + φαγεῖν τοῦ ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ον devorador de carne cruda en plu. de seres indefinidos ὠμοφάγοι χθόνιοι καὶ θεὲ χθόνιε καὶ ἥρωες χθόνιοι subterráneos devoradores de carne cruda, dios subterráneo y difuntos subterráneos P IV 1444

Lexicon Thucydideum

qui crudis vescitur, one who feeds on raw flesh, 3.94.5 (de Eurytanibus concerning the Eurytanians).