κερκάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(20)
(2)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερκάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κρὲξ τὸ [[ὄρνεον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρέξ]]].
|mltxt=[[κερκάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κρὲξ τὸ [[ὄρνεον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρέξ]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">κρεξ τὸ ὄρνεον</b>; <b class="b3">κερκιθαλίς ἐρῳδιός</b> H.<br />See also: - S. [[κρέξ]].
}}
}}

Revision as of 01:54, 3 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κερκάς: -άδος, ἡ· «κρὲξ τὸ ὄρνεον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερκάς, -άδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κρὲξ τὸ ὄρνεον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κρέξ].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: κρεξ τὸ ὄρνεον; κερκιθαλίς ἐρῳδιός H.
See also: - S. κρέξ.