ἰατρός
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
English (LSJ)
Ion. ἰητρός, ὁ, (ἰάομαι)
A like ἰατήρ, healer, one who heals, physician, doctor or surgeon, Il.16.28, al., Hdt.3.130sq.; ἰητρὸς ἀνήρ Il.11.514; φὼς ἰατρός A.Supp.261; ἥρως ἰατρός, worshipped at Athens and elsewhere, D. 19.249, IG22.840, AB263, etc.; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι S.Aj.581; ἰατρῶν παῖδες, for ἰατροί, Luc.Hist. Conscr.7; as a name of Apollo, Ar.Av.584 (anap.), Lyc.1207, IPE2.6 (Panticapaeum); ἰατρὸς ὀφθαλμῶν, ἰατρὸς κεφαλῆς, ἰατρὸς ὀδόντων Hdt.2.84: as fem., of Artemis, Diog. Trag.1.5; of Aphrodite, Plu.2.143d: pl., of certain Nymphs in Elis, Hsch.; midwife, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B., Hsch. s.v. μαῖα.
II metaph., εὐφροσύνα πόνων ἰ. Pi.N.4.2; ὦ θάνατε,.. τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός A.Fr.255; ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων = death is the last healer of sicknesses S.Fr.698; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι A.Pr.380, cf. Ch.699; (ἀτυχίας) Antipho 2.2.13; τῆς πόλεως <κακῶς> βουλευσαμένης Th.6.14; λύπης ἰ. χρόνος Diph.117; τῆς ὕβρεως Ath.14.627e: Comically, βουλιμίας, of a table, Timocl.13.3; γῆς ἰατρός, of a farmer, Secund.Sent. 16. [ῑᾱ Trag., also Antiph.259, Diph.88, Men.497, etc.: ῐα in [Emp.] 157, E.Fr.1072, Ar.Ec.363, Pl.406, Philem.11, Men.282, etc.: ῑᾱ monosyll., TAM2(1).369.]
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, ion. u. ep. ἰητρός, der Heilende; ἰητρὸς ἀνήρ Il. 11, 514, wie φωτὸς ἰατροῦ χάριν Aesch. Ch. 688; subst., der Arzt, πολυφάρμακοι Il. 16, 28, Aesch. Prom. 471 Soph. Ai. 578; in Prosa, Her. 2, 841 Plat. Rep. III, 406 d; τοὺς σοφοὺς κατὰ σώματα ἰατρούς Theaet. 167 b; Folgende. Uebtr., πόνων Pind. N. 4, 2; τῶν ἀνηκέστων κακῶν Aesch. frg. 227; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Prom. 378; τῆς πόλεως Thuc. 6, 14; ἀμαθίας Plat. Prot. 357 e; ὅπως ἰατρὸν λαμβάνῃ τῆς ὕβρεως καὶ τῆς ἀκοσμίας τὴν μουσικήν Ath. XIV, 627 e, vgl. Timocl. ib. X, 455 f, – Ἡ ἰατρός, trag. Ath. XIV, 636 a, wie Ἀφροδίτην ἰατρὸν οὖσαν Plut. Conj. praec. p. 424.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 médecin;
2 ἡ ἰατρός, femme qui exerce la médecine {et pas seulement sage-femme}.
Étymologie: ἰάομαι.
Par. μαῖα.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτρός: эп.-ион. ἰητρός ὁ, редко ἡ (ῑ, редко ῐ)
1 (тж. ἰ. ἀνήρ Hom. и φὼς ἰ. Aesch.) врач: ἰ. ὀφθαλμῶν Her. глазной врач; ἰ. ὀδόντων Her. зубной врач; ἰατρῶν παῖδες Luc. = ἰατροί; οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες погов. NT не здоровые нуждаются во враче, а больные;
2 перен. исцелитель, целитель (πόνων Pind.; κακῶν Aesch.; τῇς πόλεως Thuc.; τῆς ἀμαθίας Plat.; ψυχῆς νοσούσης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρός: Ἰων. ἰητρός, ὁ, (ἰάομαι) ὡς τὸ ἰατήρ, ὁ θεραπεύων ἰατρὸς ἢ χειρουργός (διότι δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρχε διάκρισίς τις μεταξὺ τῶν δύο κλάδων), Ἰλ. Π. 28, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130, κἑξ.· ἰητρὸς ἀνήρ Ἰλ. Λ. 514· φὼς ἰατρὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 261· οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι Σοφ. Αἴ. 581· ἰατρῶν παῖδες, ἀντὶ τοῦ ἰατροί, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7· ὡς ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Λυκόφρ. 1207, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2134a· ― ἰ. ὀφθαλμῶν, ὀδόντων, ὀφθαλμιατρός, ὀδοντιατρός, Ἡρόδ. 2. 84· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., Διογεν. Τραγ. παρ᾿ Ἀθην. 636Α, Πλούτ. 2. 143D· μαῖα Ἑλλάδ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 531. 8, «περὶ τὰς τικτούσας ἰατρός» Ἡσύχ. ἐν λ. μαῖα. ΙΙ. μεταφ., ἰατρός πόνων Πινδ, Ν. 4. 3· ὦ θάνατε... τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244· ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 378, πρβλ. Χο. 699· ἀτυχίας Ἀντιφῶν 117. 40· τῆς πόλεως κακῶς βουλευσαμένης Θουκ. 6. 14· λύπης ἰατρὸς χρόνος Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 35· τῆς ὕβρεως Ἀθήν. 627Ε. ῑᾱτρός, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ῐᾱτρος, μόνον ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 1071, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 363, Ἠλ. 406, ῐητρείη Συλλ. Ἐπιγρ. 3311.
English (Slater)
ῑᾱτρός healer met., ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός (N. 4.2)
English (Strong)
from ἰάομαι; a physician: physician.
English (Thayer)
ἰατροῦ, ὁ (ἰάομαι) (from Homer down), a physician: WH omits; Tr marginal reading brackets the clause); ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν, a proverb, applied to Christ in this sense: 'come forth from your lowly and mean condition and create for yourself authority and influence by performing miracles among us also, that we may see that you are what you profess to be,' Luke 4:23.
Greek Monolingual
και γιατρός, ο, η, και γιατρίνα και γιάτρισσα (ΑΜ ἰατρός, Α ιων. τ. ἰητρός)
1. ο ειδικός στη διάγνωση και θεραπεία τών νόσων (α. «ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων», Ομ. Ιλ.
β. «κράζει γοργὸν τοὺς ἰατρούς», Πρόδρ.)
2. αυτός που έχει εξειδικευθεί σε κάποιον κλάδο της ιατρικής (α. «ιατρός δερματολόγος» β. «οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, oἱ δὲ κεφαλῆς, οἱ δὲ ὀδόντων», Ηρόδ.)
3. αυτός που καταπραΰνει τα ψυχικά πάθη («εὐφροσύνα πόνων... ἰατρός», Πίνδ.)
4. φρ. (για τον θεό) «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» — σωτήρας τών ψυχών και τών σωμάτων μας, λυτρωτής μας
αρχ.
1. το θηλ. ἡ ἰατρός
η μαία
2. φρ. α) «ἰατρῶν παῖδες» — ιατροί
β) «γῆς ἰατρός» — γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γιατρός.
ΠΑΡ. ιατρικός
αρχ.
ιάτρια, ιατρίνη
(αρχ. -μσν.) ιάτραινα, ιατρεύω
μσν.
ιατρίσκος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιατρομαθηματικός, ιατροσόφι (ιατροσόφιον), ιατροσοφιστής, ιατροφιλόσοφος
αρχ.
ιατραλείπτης, ιατροκαύτης, ιατροκλύστης, ιατρολογώ, ιατρόμαια, ιατρόμαντις, ιατρονίκης, ιατροτέχνης, ιατροτομεύς
μσν.
ιατροσοφία
νεοελλ.
ιατρογυμναστής, ιατροδικαστής, ιατρομηχανική, ιατρόσημο, ιατροσυμβούλιο, ιατροφυσική, ιατροχημεία, ιατροχημικός. (Β' συνθετικό) κτηνίατρος
αρχ.
ανίατρος, αρχιΐατρος, αρχιΐατρος, ιπποΐατρος, λογίατρος, φιλίατρος, φιλοΐατρος
νεοελλ.
ανθυπίατρος, ανθυποκτηνίατρος, αρχίατρος, αρχικτηνίατρος, αστίατρος, αστυκτηνίατρος, επίατρος, επικτηνίατρος, ιππίατρος, νευροψυχίατρος, νομίατρος, νομοκτηνίατρος, οδοντίατρος, οφθαλμίατρος, παιδίατρος, σχολίατρος, υπίατρος, υποκτηνίατρος, ψυχίατρος].
Greek Monotonic
ἰᾱτρός: [ῑ], Ιων. ἰητρός, ὁ (ἰάομαι), όπως το ἰατήρ·
I. αυτός που θεραπεύει, γιατρός ή χειρουργός (έννοιες για τις οποίες δεν φαίνεται να υπήρχε κάποια επαγγελματική διαφοροποίηση, διάκριση μεταξύ των δύο κλάδων), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἰατρὸς ὀφθαλμῶν, ὀδόντων, οφθαλμίατρος, οδοντίατρος, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., ἰατρὸς πόνων, σε Πίνδ.· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἰάομαι
I. like ἰατήρ, one who heals, a mediciner, physician or surgeon (for there seems to have been no professional distinction), Il., etc.: — ἰ. ὀφθαλμῶν, ὀδόντων an oculist, dentist, Hdt.
II. metaph., ἰατρ. πόνων Pind.; ὀργῆς Aesch.
Chinese
原文音譯:„atrÒj 衣阿特羅士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:治愈(者)
字義溯源:醫生;源自(ἰάομαι)*=治好)。與保羅同工,寫路加福音和使徒行傳的路加,就是一個醫生
出現次數:總共(7);太(1);可(2);路(3);西(1)
譯字彙編:
1) 醫生(7) 太9:12; 可2:17; 可5:26; 路4:23; 路5:31; 路8:43; 西4:14
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ἰάομαι -ἰῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
medicus, physician, doctor, 2.47.4, 2.48.3, 2.49.3. 6.14.1.
Translations
physician
Afrikaans: dokter; Akan: dɔkota; Albanian: mjek, mjeke, doktor, doktoreshë; Amharic: ሐኪም; Arabic: طَبِيب, طَبِيبة, دُكْتُور, حَكِيم, حَكِيمَة, مُتَطبِّب; Egyptian Arabic: دكتور, حكيم; Hijazi Arabic: دكتور, طبيب; Moroccan Arabic: طبيب; North Levantine Arabic: حَكِيم; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܐܵܣܝܵܐ, ܕܘܼܟ݂ܛܘܼܪ; Classical Syriac: ܐܣܝܐ; Jewish Aramaic: אָסְיָא, אַסְיָא; Armenian: բժիշկ; Assamese: ডাক্তৰ, বেজ; Asturian: médicu; Azerbaijani: həkim, doktor; Basque: sendagile, osagile; Belarusian: урач, доктар, лекар; Bengali: ডাক্তার, তবীব; Breton: doktor; Bulgarian: доктор, лекар, хекимин; Burmese: ဆရာဝန်; Buryat: эмшэн; Catalan: metge; Cebuano: mantatambal; Central Dusun: dokutul; Chechen: лор; Cherokee: ᎦᎾᎦᏘ; Chichewa: dokotala, dotolo; Chinese Cantonese: 醫生/医生; Dungan: дэфу, щянсын; Hakka: 醫生/医生, 先生; Mandarin: 醫生/医生, 大夫, 醫師/医师; Min Dong: 醫生/医生; Min Nan: 醫生/医生, 先生; Wu: 醫生/医生; Chukchi: инэнмэлевыльын; Cornish: doktour, medhek; Czech: lékař, lékařka, doktor, doktorka; Dalmatian: dotuar, medco; Danish: læge, doktor; Dutch: dokter, arts, geneesheer; Dzongkha: དྲུང་འཚོ; Emilian: dutåur; Esperanto: kuracisto, virkuracisto; Estonian: arst, doktor; Evenki: аичимни; Ewe: ɖɔkta, atikewɔla; Farefare: dɔɣɔta; Faroese: lækni; Finnish: lääkäri, tohtori; French: médecin, docteur, docteure, doctoresse, doctoresse; Old French: fisician; Friulian: dotôr, miedi; Galician: doutor, médico; Georgian: ექიმი, მედიკოსი, მკურნალი; German: Arzt, Ärztin, Mediziner, Medizinerin, Doktor, Doktorin; Gothic: 𐌻𐌴𐌺𐌴𐌹𐍃; Greek: ιατρός, γιατρός; Ancient Greek: ἀλθεύς, ἰατήρ, ἰατής, ἰατρός, ἰητήρ, ἰητρός, νοσηλεύσας, νοσηλεύων; Greenlandic: nakorsaq; Hawaiian: kauka; Hebrew: רוֹפֵא, רוֹפְאָה, דוֹקטוֹר; Hindi: डाक्टर, डॉक्टर, वैद्य, चिकित्सक, हकीम, तबीब; Hungarian: orvos, doktor; Icelandic: læknir; Ido: mediko, medikulo, medikino; Indonesian: dokter; Ingrian: doktori, dohteri; Interlingua: medico, doctor; Irish: lia, dochtúir; Italian: medico, dottore, dottore in medicina; Japanese: 医者, 医師, 先生; Kamba: ndakitali; Kazakh: дәрігер; Khmer: ពេទ្យ, ហ្ម, ពេទ្យហ្ម, វេជ្ជ; Kikuyu: ndagĩtarĩ; Korean: 의사(醫師), 의자(醫者); Kurdish Central Kurdish: پزشک, دکتۆر; Northern Kurdish: bijîşk, doktor, tixtor, nojdar; Kyrgyz: дарыгер; Ladino: doktor, mediko, kechim; Lao: ໝໍ, ແພດ; Latin: medicus; Latvian: ārsts, ārste; Lithuanian: daktaras, daktarė, gydytojas, gydytoja; Lombard: dotór; Low German: Dokter, Dokterin, Doktersch, Doktersche; Lü: ᦖᦸ; Luhya: dakatari, dakitari; Luo: dokta; Macedonian: лекар, лекарка; Malay: doktor, dokter, bomor, tabib; Maltese: tabib; Manchu: ᠣᡴᡨᠣᠰᡳ, ᡩᠠᡳᡶᡠ; Mansi: ле̄ккар; Manx: lhee, fer lhee; Maori: tākuta, rata; Maricopa: kwsede; Martuthunira: juwayumarta; Meru: ndagitare; Mongolian Cyrillic: эмч; Mongolian: ᠡᠮᠴᠢ; Nahuatl: ticitl; Navajo: azeeʼííłʼíní; Nepali: डाक्टर, चिकित्सक; Ngarrindjeri: putari; Ngazidja Comorian: twaɓiɓu; Norman: docteu; Norwegian Norwegian Bokmål: lege, doktor; Norwegian Nynorsk: lege, lækjar, doktor, dokter; Occitan: mètge; Odia: ଡାକ୍ତର; Okinawan: 医者; Old English: lǣċe; Oromo: hakiimii; Pali: vejja; Pashto: ډاکټر, دکتور, طبيب, حکيم; Persian: پِزِشْک, دُکْتُر, طَبیب, حَکیم; Plautdietsch: Oatst, Dokta; Polish: lekarz, lekarka, doktor, doktorka, medyk, medyczka; Portuguese: doutor, médico; Punjabi: ਹਕੀਮ; Quechua: jampiq; Romanian: medic, medică, doctor, doctoriță, doctoreasă; Romansch: medi; Russian: врач, врачиха, доктор, докторша, лекарь, медик; Sanskrit: वैद्य, चिकित्सक, भिषज्; Sardinian: medicu, datori; Scottish Gaelic: lighiche, lèigh, dotair; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̑чнӣк, лије̑чнӣк, лѐка̄р, љѐка̄р, врачитељ, здравник; Roman: lȇčnīk, lijȇčnīk, lèkār, ljèkār, vračitelj, zdravnik; Sicilian: medicu; Sinhalese: දොස්තර, වෛද්යවරයා; Slovak: doktor, doktorka, lekár, lekárka; Slovene: zdravnik, zdravnica; Sorbian Lower Sorbian: gójc, duchtaŕ; Sotho: ngaka; Spanish: médico, facultativo; Swahili: daktari, dokta; Swedish: läkare, doktor; Tagalog: doktor, manggagamot; Tajik: пизишк, табиб, доктор, ҳаким; Tamil: மருத்துவர், வைதியர்; Tangsa: tsiqshäraz; Tatar: доктор, табиб; Telugu: వైద్యుడు; Thai: หมอ, แพทย์, เวช, อายุรแพทย์; Tibetan: ཨེམ་ཆི; Tigrinya: ዶክተር; Tocharian B: saṃtkīnau; Tok Pisin: dokta; Tswana: ngaka; Tumbuka: dokotala; Turkish: doktor, hekim, tabip, sagan; Turkmen: lukman, hekim, wraç; Cyrillic: врач; Ukrainian: лі́кар, доктор, медик; Unami: ntaktël; Urdu: ڈاکْٹَر, حَکِیم, طَبِیب; Uyghur: دوختۇر, تېۋىپ; Uzbek: tabib, shifokor, doktor, hakim; Venetian: medego, miedego, mèdego, dotor; Vietnamese: bác sĩ y khoa, bác sĩ, đốc-tờ, y sinh, thầy thuốc; Volapük: sanan, hisanan, sanel, medinel; Walloon: docteur, medcén, méde; Welsh: meddyg; Yakut: быраас; Yámana: takter; Yiddish: דאָקטער; Zhuang: canghyw; Zulu: udokotela, umelaphi, inyanga, ugedla