νηρόν: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(27)
(2)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηρόν]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ταπεινόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[νηρός]] ή με το [[νέρθε]] δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=[[νηρόν]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ταπεινόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[νηρός]] ή με το [[νέρθε]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">τὸ ταπεινόν</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Not to <b class="b3">νέρθε</b> with Fick, KZ 43 (1909-1910)149. I don't understand why Chantraine connects <b class="b3">νῆρις 2.</b>
}}
}}

Revision as of 04:40, 3 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

νηρόν: «τὸ ταπεινὸν [ὑδατεινόν, Schmidt]» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηρόν, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: τὸ ταπεινόν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not to νέρθε with Fick, KZ 43 (1909-1910)149. I don't understand why Chantraine connects νῆρις 2.