κνίζω: Difference between revisions

No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κνίζω''': μέλλ. κνίσω ῐ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1198˙ ἔκνισα Πίνδ., Ἀριστοφ., Δωρ. ἔκνιξα Πινδ. Ι. 6 (5). 74. ― Παθ., ἀόρ., ἐκνίσθην Εὐρ. Ἀνδρ. 209, Θεόκρ. (πρβλ. [[κνάω]]). Ξέω, ξύνω ὡς τὸ [[κνάω]], Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 9. 20, 4, Ἀθήν. 51Β˙ ― [[ἐντεῦθεν]], [[φθείρω]], ἐλαττώνω, Πινδ. Ι. 5 (4). 74˙ ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, [[ἀλλά]], 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, [[πειράζω]], [[ἐρεθίζω]], ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, [[ταράσσω]], Λατ. pungere (πρβλ. [[ὑποκνίζω]]), τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ [[ἔρως]] Ἡρόδ. 6. 62, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 568˙ ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη Θεόκρ. 4. 59, πρβλ. 5. 122˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων αἰσθημάτων, [[κόρος]] κνίζει Πινδ. Π. 8. 44˙ ἐπὶ ἀνησυχίας, Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ γνώμη Ἡρόδ. 7. 12˙ τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (ἐνν. τὸν θεὸν) [[αὐτόθι]] 10, ἔκνιζέ μ’ ἀεὶ τοῦθ’ Σοφ. Ο. Τ. 786˙ τὸ βουλεύεσθαί μ’ ἔκνιζε Εὐρ. Ι. Α. 350˙ κακίαις μ’ ἔκνισε Ἀριστοφ. Σφ. 1268˙ οὐ... κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον, δὲν θὰ [[προσβάλλω]] ἑκάστην λέξιν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1198˙ [[ἐρεθίζω]], παρορμῶ εἰς ζηλοτυπίαν, Ἀλκίφρων 1. 32˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀδεῖά νιν ἔκνιξε [[χάρις]] Πινδ. Ι. 6. (5). 74. ― Παθ., Εὐρ. Μήδ. 555, Ἀνδρ. 209˙ κνίζεσθαί τινος, κεντεῖσθαι (ὑπὸ ἔρωτος) [[πρός]] τινα, Θεόκρ. 4. 59, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε˙ κνιζόμενος ὑπ’ ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδὶ Ἀππ. Καρχηδ. 10. β) κν. ὀργάν, διεγείρειν, ἐξεγείρειν ὀργήν, Πινδ. Ν. 5. 59, πρβλ. Π. 11. 36.
|lstext='''κνίζω''': μέλλ. κνίσω ῐ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1198· ἔκνισα Πίνδ., Ἀριστοφ., Δωρ. ἔκνιξα Πινδ. Ι. 6 (5). 74. ― Παθ., ἀόρ., ἐκνίσθην Εὐρ. Ἀνδρ. 209, Θεόκρ. (πρβλ. [[κνάω]]). Ξέω, ξύνω ὡς τὸ [[κνάω]], Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 9. 20, 4, Ἀθήν. 51Β· ― [[ἐντεῦθεν]], [[φθείρω]], ἐλαττώνω, Πινδ. Ι. 5 (4). 74· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, [[ἀλλά]], 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, [[πειράζω]], [[ἐρεθίζω]], ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, [[ταράσσω]], Λατ. pungere (πρβλ. [[ὑποκνίζω]]), τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ [[ἔρως]] Ἡρόδ. 6. 62, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 568· ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη Θεόκρ. 4. 59, πρβλ. 5. 122· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων αἰσθημάτων, [[κόρος]] κνίζει Πινδ. Π. 8. 44· ἐπὶ ἀνησυχίας, Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ γνώμη Ἡρόδ. 7. 12· τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (ἐνν. τὸν θεὸν) [[αὐτόθι]] 10, ἔκνιζέ μ’ ἀεὶ τοῦθ’ Σοφ. Ο. Τ. 786· τὸ βουλεύεσθαί μ’ ἔκνιζε Εὐρ. Ι. Α. 350· κακίαις μ’ ἔκνισε Ἀριστοφ. Σφ. 1268· οὐ... κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον, δὲν θὰ [[προσβάλλω]] ἑκάστην λέξιν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1198· [[ἐρεθίζω]], παρορμῶ εἰς ζηλοτυπίαν, Ἀλκίφρων 1. 32· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀδεῖά νιν ἔκνιξε [[χάρις]] Πινδ. Ι. 6. (5). 74. ― Παθ., Εὐρ. Μήδ. 555, Ἀνδρ. 209· κνίζεσθαί τινος, κεντεῖσθαι (ὑπὸ ἔρωτος) [[πρός]] τινα, Θεόκρ. 4. 59, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε· κνιζόμενος ὑπ’ ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδὶ Ἀππ. Καρχηδ. 10. β) κν. ὀργάν, διεγείρειν, ἐξεγείρειν ὀργήν, Πινδ. Ν. 5. 59, πρβλ. Π. 11. 36.
}}
}}
{{bailly
{{bailly