κνίζω

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίζω Medium diacritics: κνίζω Low diacritics: κνίζω Capitals: ΚΝΙΖΩ
Transliteration A: knízō Transliteration B: knizō Transliteration C: knizo Beta Code: kni/zw

English (LSJ)

fut. κνίσω [ῐ] Ar.Ra.1198: aor.
A ἔκνῐσα Pi.P.8.32, Herod.4.59, etc.; Dor. ἔκνιξα Pi.I.6(5).50:—Pass., aor. ἐκνίσθην E.Andr. 209, Theoc.4.59: scratch, gash, παῖδα… γυμνὸν ἢν κνίσω… οὐχ ἕλκος ἕξει; Herod.l.c.; κνίζων συκάμινα (to make them ripen) LXX Am.7.14, cf. Ath.2.51b.
2 pound, chop up, or grate, dub. in Thphr. HP 9.20.4 (fort. κνησθεῖσα).
II tickle, Arist.HA587b7 (Pass.), Phld. Lib.p.58 O. (Pass.).
2 usually metaph., of love, chafe, tease, τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως Hdt.6.62, cf. E.Med. 568; κἠγὼ μὰν κνίζω τινά Theoc.5.122; of other feelings, as satiety, κόρος κνίζει Pi.P.l.c.; anxiety, Ξέρξην ἔκνιζε ἡ γνώμη Hdt.7.12; τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (sc. τὸν θεόν) ib.10.έ; ἔκνιζέ μ' αἰεὶ τοῦθ' S.OT786; τὸ βούλεσθαί μ' ἔκνιζε E.IA330 (troch.); provoke, tease, Ar.V.1286; οὐ κατ' ἔπος κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον will not attack every word, Id.Ra.l.c.; provoke to jealousy, Alciphr.1.32; in good sense, ἁδεῖά νιν ἔκνιξε χάρις Pi.I.6(5).50:—Pass., E.Med. 555, Andr.l.c.; ἐρωτίδα τᾶς ποκ' ἐκνίσθη Theoc.4.59, cf. Luc.DMeretr.10.4; κνιζόμενος ὑπ' ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδί App.Pun.10; ἐκνίσθης; does that touch you? Men.Per. 16.
b provoke, ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι Pi.N.5.32, cf. P.11.23.

German (Pape)

[Seite 1461] (verwandt mit κνάω)=, ritzen, kratzen, schaben, ἐξ ἐπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς καταξύω Eust. 1746; ἐπὶ βραχὺ κνίσαντες σιδηρίῳ Ath. II, 51 b; einzeln bei Sp. = verringern, E. M erkl. λεπτύνω; ὄπιν Pind. I. 4, 58; οὐ κατ' ἔπος γέ σου κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον Ar. Ran. 1198. – Gew. übertr., reizen, durch Leidenschaft, bes. Liebe; auch = erbittern, erzürnen, aufbringen, pungere; λόγοι κνῖζον ὀργάν Pind. N. 5, 32; so vom Zorn P. 11, 23; ἔκνιξέν νιν χάρις I. 5, 48; κνιζομένα, betrübt, Ol. 6, 44; εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος Eur. Med. 568; ἤν τι κνισθῇς Andr. 209; von der Liebe, τὴν ἐρωτίδα, τᾶς ποκ' ἐκνίσθη, zu der er in Liebe entbrannt war, Theocr. 4, 22; vgl. ὁ παῖς κνίζει με Strat. 47 (XII, 205), öfter in der Anth. – Auch in Prosa; τὸν δὲ ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ ἔρως Her. 6, 62, wie Sp., App. Hisp. 37; Ath. XIII, 577 e. – Betrüben, kränken, ἐτερπόμην, ὅμως δ' ἔκνιζέ μ' ἀεὶ τοῦτο Soph. O. R. 786; τὸ βούλεσθαί μ' ἔκνιζε Eur. I. A. 330; κακίαις μ' ἔκνισε Ar. Vesp. 1285; τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει Her. 7, 10, 5; ἔκνιζε Ξέρξεα ἡ γνώμη 7, 12; Sp., wie Hdn. 4, 9, 4. – [Ι im fut. ist kurz, Ar. Ran. 1198; s. Böckh Pind. P. 10, 60.] – Adj. verb. κνιστός, klein geschabt, gehackt, λάχανα Ath. IX, 373 a; VLL.

French (Bailly abrégé)

f. κνίσω, ao. ἔκνισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκνίσθην, pf. κέκνισμαι;
I. gratter, racler;
II. chatouiller;
1 chatouiller agréablement;
2 irriter, exciter, enflammer;
3 chagriner, troubler, tourmenter, acc..
Étymologie: DELG cf. lett. knidêt « démanger » ; m.irl. cned « blessure » ; apparenté à κνῆν, κναίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνίζω [~ κνάω] Dor. aor. ἔκνιξα; plqperf. med.-pass. 3 sing. κέκνιστο act. krabben; overdr.: prikkelen, ergeren, irriteren, kwellen:; μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ opdat geen verzadiging optreedt die ons verveelt Pind. P. 8.32; Ξέρξην ἔκνιζε ἡ Ἀρταβάνου γνώμη de mening van Artabanus prikkelde Xerxes Hdt. 7.12.1; οὐ κατ’ ἔπος γέ σου κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον ik zal niet iedere uitspraak van je woord voor woord afkraken Aristoph. Ran. 1198; van liefde:. Ἀρίστωνα ἔκνιζε... τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως liefde voor die vrouw kwelde Ariston Hdt. 6.62.1; κἠγὼ μὰν κνίζω τινά ik maak ook iemand razend verliefd Theocr. Id. 5.122. pass. geprikkeld raken, gekweld worden:; ᾗ σὺ κνίζῃ waarover jij je opwindt Eur. Med. 555; σὺ δ’ ἤν τι κνισθῇς maar als u boos wordt Eur. Andr. 209; van liefde, met gen.: κέκνισται... τῆς Νεβριδος hij is smoorverliefd op Nebris Luc. 80.10.4.

Russian (Dvoretsky)

κνίζω: (fut. κνίσω с ῐ, aor. ἔκνισα - дор. ἔκνιξα)
1 досл. скрести, скоблить, перен. убавлять (ὄπιν Pind.);
2 перен. выдергивать поодиночке, разбирать порознь (τὸ ῥῆμα κατ᾽ ἔπος Arph.);
3 щекотать: οὐδὲ κνιζόμενα τὰ πολλὰ αἰσθάνεται Arst. (новорожденные) почти не чувствуют щекотки;
4 возбуждать, разжигать, распалять (ὀργάν Pind.; ζηλοτυπίᾳ κνιζόμενος Plut.): ὁ ἔρως τινὸς ἔκνιζέ τινα Her. любовь к кому-л. охватила кого-л.; κνίζεσθαί τινος Theocr. воспылать любовью к кому-л.;
5 раздражать, беспокоить, тж. удручать, мучить (ἔκνιζέ μ᾽ ἀεὶ τοῦτο Soph.);
6 глубоко проникать в душу, охватывать: Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ Ἀρταβάνου γνώμη Her. Ксеркса глубоко заинтересовало мнение Артабана; τὸ βούλεσθαί μ᾽ ἔκνιζε Eur. такова моя воля.

English (Slater)

κνίζω (impf. κνίζον: aor. ἔκνιξ, ἔκνιξεν, ἔκνισεν, ἔκνιξαν; κνίσῃ. pass. κνιζομένα.)
   1 prick met.
   a c. inf. πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Ἐὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον; (ἔκνιξεν coni. Schr.: goaded) (P. 11.23)
   b irritate οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν.† (ἔκνιζ v.l.: ἔκνισ' ὀπί Aristarchus: ἐλπίδ' ἔκνιξ ὄπιν Wil.) (I. 5.58)
   c distress τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί (sc. Εὐάδνα) (O. 6.44) μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ (κνίξῃ coni. Schr.) (P. 8.32) καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (A. W. Mair: ἔρως ἔκνιξε codd.: ἔρως ὑπέκνισε Boeckh) (P. 10.60) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (N. 5.32)
   d thrill ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (I. 6.50)

Greek Monolingual

(AM κνίζω)
νεοελλ.
προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα
μσν.-αρχ.
1. ξύνω
2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή
αρχ.
1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ.
β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ», Πίνδ.
γ. «Ξέρξην ἐκνιζε ἡ Ἀρταβάνου γνώμη», Ηρόδ.)
2. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ («τοῦ δ' ἄρ' ὀργάν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι», Πίνδ.)
3. προσβάλλω («καὶ μὴν μὰ τὸν Δί' οὐ κατ' ἔπος γέ σου κνίσω», Αριστοφ.)
4. δυσαρεστώ, κάνω κάποιον να λυπηθεί
5. μεσ. κνίζομαι
γαργαλιέμαι («τὰ δὲ παιδία... οὐδὲ κνιζόμενα τὰ πολλὰ αἰσθάνεται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. κνῐζω σχηματίστηκε από το θ. του αορ. κνῐσ-. Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών καθιστούν δυνατή την αναγωγή του τελευταίου σε knid- (πρβλ. λιθουαν. knidt «κατατρώγω», μσν. ιρλδ. kned «πληγή) είτε σε knit- (πρβλ. λιθουαν. kni-n-tu, knis-ti «ξύνω, γαργαλώ») είτε σε knis (πρβλ. λιθουαν. knis-u «σκαλίζω, ανασκάπτω»), με πιθανότερη εκδοχή την πρώτη (πρβλ. και ελλ. κνῖδη, παρά το μακρό -ι-, καθώς και το κνίσα). Συνδέεται επίσης με το κνῶ (βλ. και λ. κνίφος).
ΠΑΡ. κνισμός
αρχ.
κνις, κνίσμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αποκνίζω, διακνίζω, επικνίζω, κατακνίζω, περικνίζω, προκατακνίζω, υποκνίζω].

Greek Monotonic

κνίζω: Δωρ. κνίσδω· μέλ. κνίσω [ῐ], αόρ. αʹ ἔκνισα, Δωρ. ἔκνιξα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκνίσθην·
I. ξύνω ή αποξέω, τρίβω, γαργαλώ· μεταφ., λέγεται για την αγάπη, πειράζω, ερεθίζω, ενοχλώ, ταράζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για κορεσμό, σε Πίνδ.· λέγεται για άγχος, αγωνία, σε Αριστοφ. — Παθ., κνίζεσθαί τινος, τσιμπιέμαι (από αγάπη) για κάποιον, σε Θεόκρ.
II. κν. ὀργάν, προκαλώ θυμό, οργή, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κνίζω: μέλλ. κνίσω ῐ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1198· ἔκνισα Πίνδ., Ἀριστοφ., Δωρ. ἔκνιξα Πινδ. Ι. 6 (5). 74. ― Παθ., ἀόρ., ἐκνίσθην Εὐρ. Ἀνδρ. 209, Θεόκρ. (πρβλ. κνάω). Ξέω, ξύνω ὡς τὸ κνάω, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 9. 20, 4, Ἀθήν. 51Β· ― ἐντεῦθεν, φθείρω, ἐλαττώνω, Πινδ. Ι. 5 (4). 74· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. γαργαλίζω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 8· ἀλλά, 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, πειράζω, ἐρεθίζω, ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, ταράσσω, Λατ. pungere (πρβλ. ὑποκνίζω), τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ ἔρως Ἡρόδ. 6. 62, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 568· ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη Θεόκρ. 4. 59, πρβλ. 5. 122· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων αἰσθημάτων, κόρος κνίζει Πινδ. Π. 8. 44· ἐπὶ ἀνησυχίας, Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ γνώμη Ἡρόδ. 7. 12· τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (ἐνν. τὸν θεὸν) αὐτόθι 10, 5· ἔκνιζέ μ’ ἀεὶ τοῦθ’ Σοφ. Ο. Τ. 786· τὸ βουλεύεσθαί μ’ ἔκνιζε Εὐρ. Ι. Α. 350· κακίαις μ’ ἔκνισε Ἀριστοφ. Σφ. 1268· οὐ... κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον, δὲν θὰ προσβάλλω ἑκάστην λέξιν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1198· ἐρεθίζω, παρορμῶ εἰς ζηλοτυπίαν, Ἀλκίφρων 1. 32· ― ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀδεῖά νιν ἔκνιξε χάρις Πινδ. Ι. 6. (5). 74. ― Παθ., Εὐρ. Μήδ. 555, Ἀνδρ. 209· κνίζεσθαί τινος, κεντεῖσθαι (ὑπὸ ἔρωτος) πρός τινα, Θεόκρ. 4. 59, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε· κνιζόμενος ὑπ’ ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδὶ Ἀππ. Καρχηδ. 10. β) κν. ὀργάν, διεγείρειν, ἐξεγείρειν ὀργήν, Πινδ. Ν. 5. 59, πρβλ. Π. 11. 36.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: scratch, pound, chop up, provoke (Pi., IA.).
Other forms: Aor. κνίσαι, pass. κνισθῆναι, fut. κνίσω, perf. pass. κέκνισμαι.
Dialectal forms: Dor. aor. κνίξαι (Pi.)
Compounds: also with prefix, e. g. ἀπο-, κατα-, ὑπο-,
Derivatives: κνισμός, κνίσμα scratching, provoke etc. (Ar.), ἀπόκνισμαpiece (Ar.), ἀπό-, ἐπί-κνισις scratching (Thphr.). As backformation *κνίς, acc. κνίδα (Opp.), pl. κνίδες (LXX) nettle, κνίζα id. (Gloss.). Comp. with verbal (aoristic) 2. member φιλό-κνισος desirous (AP), also κνισότερος (Ath. 12, 549a).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [??] *knid-? ?
Etymology: The basis is κνιδ- or κνιτ- (Schwyzer 716), and also κνι(σ)-. In the first case connection is possible (except with longvocalic κνίδη, κνῖσα) with Baltic and Germanic forms, e. g. Latv. knidêt itch, geminate, creep, OWNo. hnīta (pret. hneit) push against; note also MIr. cned wound (< *knidā); further with -t-, e. g. Lith. kni-n-tù (pret. knit-aũ), knìs-ti scratch, itch, tickle. In the the last case one could at best compare Lith. knis-ù grub up. Further Baltic forms in Fraenkel Lit. et. Wb. s. knìsti; cf. also de Vries IF 62, 142f.

Middle Liddell

I. to scrape or grate: to tickle: metaph., of love, to nettle, chafe, irritate, Hdt., Eur.; of satiety, Pind.; of anxiety, Hdt., etc.; οὐ κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον will not attack every word, Ar.:—Pass., κνίζεσθαί τινος to be stung (with love) for one, Theocr.
II. κν. ὀργάν to provoke anger, Pind. {{FriskDe |ftr=κνίζω: {knízō}
Forms: Aor. κνίσαι, dor. κνίξαι (Pi.), Pass. κνισθῆναι, Fut. κνίσω, Perf. Pass. κέκνισμαι,
Grammar: v.
Meaning: kratzen, reiben, reizen, ärgern (Pi., ion. att.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἀπο-, κατα-, ὑπο-,
Derivative: Davon κνισμός, κνίσμα das Kratzen, Reizen (Ar. u. a.), ἀπόκνισμαBrocken (Ar.), ἀπό-, ἐπίκνισις ‘das (Ab)kratzen’ (Thphr.). Außerdem als Rückbildungen *κνίς, Akk. κνίδα (Opp.), pl. κνίδες (LXX) Nessel, κνίζα ib. (Gloss.). Komp. mit verbalem (aoristischem) Hinterglied φιλόκνισος lüstern (AP), in derselben Bed. auch das Simplex κνισότερος (Ath. 12, 549a).
Etymology: Da das Präsens κνίζω zum Aorist κνίσαι gebildet sein kann (Schwyzer 716), ist als Grundlage sowohl κνιδ-, κνιτ-, als auch κνι(σ)- möglich. Im ersten Fall bietet sich Anschluß (außer an die langvokal. κνί̄δη, κνῖσα) vor allem an baltische und germanische Formen, z. B. lett. knidêt jucken, keimen, kriechen, awno. hnīta (Prät. hneit) an etwas anstoßen; zu bemerken noch mir. cned Wunde (aus *qnĭdā); daneben mit -t-, z. B. lit. kni-n- (Prät. knit-), knìs-ti kratzen, kitzeln, reizen. Im letzten Falle wäre höchstens lit. knis-ù ‘auf-, zerwühlen’ zu vergleichen; ohne konsonantischen Auslaut indessen auch die anders vokalisierten κνῆν, [[-κναίω (s. d. m. Lit.). Weitere baltische Formen m. Lit. bei Fraenkel Lit. et. Wb. s. knìsti; vgl. noch de Vries IF 62, 142f.
Page 1,884-885 }}

Mantoulidis Etymological

(=ξύνω, γαργαλίζω). Ἀπό τό κνάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: κνίδη, κνίσμα (=ξύσμα), κνισμός (=φαγούρα), κνίδωσις, κνίψ -σκνίψ (=σκνίπα).