καινώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(18)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />καινῶ, -έω (Α) [[καινός]]<br />[[επιζητώ]] νεωτερισμούς.———————— <b>(II)</b><br />καινῶ, -όω (Α) [[καινός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] νέο, [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]]<br /><b>2.</b> [[τελώ]] τα [[εγκαίνια]] ενός οικοδομήματος, [[εγκαινιάζω]]<br /><b>3.</b> [[ανακαινίζω]], [[ανανεώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />καινῶ, -έω (Α) [[καινός]]<br />[[επιζητώ]] νεωτερισμούς.<br /><b>(II)</b><br />καινῶ, -όω (Α) [[καινός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] νέο, [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]]<br /><b>2.</b> [[τελώ]] τα [[εγκαίνια]] ενός οικοδομήματος, [[εγκαινιάζω]]<br /><b>3.</b> [[ανακαινίζω]], [[ανανεώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
καινῶ, -έω (Α) καινός
επιζητώ νεωτερισμούς.
(II)
καινῶ, -όω (Α) καινός
1. καθιστώ κάτι νέο, μεταβάλλω, αλλάζω
2. τελώ τα εγκαίνια ενός οικοδομήματος, εγκαινιάζω
3. ανακαινίζω, ανανεώνω.