εγκαινιάζω

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

(Μ ἐγκαινιάζω)
1. τελώ τα εγκαίνια
2. χρησιμοποιώ για πρώτη φορά καινούργιο πράγμα
3. εφαρμόζω κάτι για πρώτη φορά («εγκαινίασε νέα τακτική»)
μσν.
αγιάζω.