εγκαινιάζω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς -> Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Sophocles, Antigone, 883(Μ ἐγκαινιάζω)
1. τελώ τα εγκαίνια
2. χρησιμοποιώ για πρώτη φορά καινούργιο πράγμα
3. εφαρμόζω κάτι για πρώτη φορά («εγκαινίασε νέα τακτική»)
μσν.
αγιάζω.