νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(Μ ἐγκαινιάζω)
1. τελώ τα εγκαίνια
2. χρησιμοποιώ για πρώτη φορά καινούργιο πράγμα
3. εφαρμόζω κάτι για πρώτη φορά («εγκαινίασε νέα τακτική»)
μσν.
αγιάζω.