αλέκτωρ: Difference between revisions

m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἀλέκτωρ]])<br />[[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές<br /><b>2.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλέκτωρ</i> (για άλλες σημασίες της λέξεως <b>βλ.</b> [[αλέκτωρ]] II, III).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέκτωρ]] «[[κόκορας]], [[πετεινός]]» προέρχεται από το ρ. [[ἀλέξω]] «[[απομακρύνω]], [[αποκρούω]], υπερασπίζομαι», ως δραστικό δε όνομα που ήταν, όπως δείχνει η κατάλ. -<i>τωρ</i> (πρβλ. <i>ρή</i>-<i>τωρ</i>, <i>πράκ</i>-<i>τωρ</i>, <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>), σήμαινε αρχικά «τον υπερασπιστή, τον μαχητή». Επειδή όμοια σχηματίστηκε στην Αρχαία και το κύριο (ήδη ομηρικό) όνομα <i>Ἀλέκτωρ</i>, παραμένει προβληματικό αν το κύριο όνομα προϋπήρξε και χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει το φερώνυμο ζώο ή αν -όπως φαίνεται πιθανότερο- η λ. χρησιμοποιήθηκε από την [[αρχή]] σκωπτικά για να σημάνει «τον κόκορα» λόγω τών χαρακτηριστικών εριστικών, μαχητικών γνωρισμάτων του ζώου. Στη β' [[περίπτωση]] το κύριο όνομα [[είναι]] υστερογενές παράγωγο του προσηγορικού ουσ. [[ἀλέκτωρ]]. Βεβαίως, ότι από κύρια ονόματα προήλθαν διάφορες ονομασίες ή, συνηθέστερα, παρωνύμια ζώων [[είναι]] ήδη γνωστό, πρβλ. λ.χ. το γαλλ. <i>renard</i> «[[αλεπού]]» από το κύριο όνομα <i>Renart</i> ή το αντίστοιχο νεοελλ. ([[κυρά]]) <i>Μάρω</i> «η [[αλεπού]]», [[καθώς]] και αρχαία παρωνύμια ζώων, όπως [[Μέμνων]] για τον γάιδαρο, <i>Καλλίας</i> για τον πίθηκο και <i>Κερδώ</i> [[πάλι]] για την [[αλεπού]]. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουμε για να υποστηρίξουμε παρόμοια σημασιολογ. [[εξέλιξη]] στην [[περίπτωση]] του [[ἀλέκτωρ]] (και του [[ἀλεκτρυών]]) [[είναι]] ανεπαρκή. Επίσης, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ἀλέκτωρ]] σχηματίστηκε και το [[ἀλεκτρυών]], που δήλωνε και το θηλ. του ζώου, «την [[κότα]]». Το όνομα αυτό μαρτυρείται ομοίως ως κύριο όνομα, γεννώντας ανάλογο ετυμολογικό [[πρόβλημα]]. Στην Αρχαία Ελληνική για την [[ονομασία]] του ίδιου ζώου χρησιμοποιήθηκε, με [[στένωση]] της σημασίας της, και η λ. [[ὄρνις]], ὁ (και [[ὄρνις]], ἡ «η [[κότα]]»), που δήλωνε γενικότερα τη [[σημασία]] του πουλιού. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε διαλεκτικώς και η λ. [[καλαΐς]] «[[κόκορας]]» και «[[κότα]]», από τη σημ. του «[[καλώ]], [[κραυγάζω]]» (<i>καλαις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>καλαFίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[καλέω]]<br />πρβλ. αρχ. ινδ. <i>us</i><i>ā</i>-<i>kala</i>- «[[κόκορας]]», ιρλ. <i>cailech</i> «[[κόκορας]]» <b>κ.ά.</b>). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λ. [[πετεινός]] από τη σημ. του «[[πτερωτός]], ιπτάμενος» και γενικότερα του «πουλιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη σημ. «[[κόκορας]]». Η [[ίδια]] η λ. [[κόκορας]], ορθ. [[κόκκορας]], [[είναι]] ηχομιμητική λ. που συνδέεται με άλλες συναφείς ονομασίες τών ΙΕ γλωσσών και, [[κατά]] τον Buck, σχετίζεται με το «κόρκορα<br />[[ὄρνις]]» του Ησυχίου (πρβλ. ιρλ. <i>cerc</i> <b>κ.ά.</b>), σε συνδυασμό με τον αμάρτυρο (στη σημ. αυτή) τ. [[κόκκος]], «η του κόκορα», που οδηγεί στο μσν. λατ. <i>coccus</i>, από όπου τα γαλλ. <i>coq</i>, αγγλ. <i>cock</i> κ.ά. Στην [[ίδια]] ηχομιμητική [[τάξη]] λέξεων θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και η αρχαία λ. [[κόκκυ]] (λατ. <i>coco</i>, πρβλ. και «[[ὄρνις]] [[κοκκυβόας]]» ή «[[κοκκοβόας]]») που δήλωνε, [[μεταξύ]] άλλων, την [[κραυγή]] του κόκορα (πρβλ. σημ. «κικιρίκου»). Τέλος, σημειώνεται ότι το θηλ. του «[[κόκορας]]», η σημ. λ. [[κότα]], ορθ. [[κόττα]], ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λ. [[κόττος]] ή <i>κοττός</i>, που από τη σημ. «[[λοφίο]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[κόκορας]]». Ο Ησύχιος διασώζει σχετικά την [[πληροφορία]]: «καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον» (λ. [[πρόκοττα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτοριδεύς]], [[ἀλεκτορίς]], [[ἀλεκτορίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλεκτόρειος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτόριν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεκτορίδιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλεκτοροφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτορομαντεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεκτοροειδής]], [[αλεκτορομαχία]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀλέκτωρ]] (-ορος), η (Α)<br />(για γυναίκες) αυτή που δεν έχει νυφικό [[κρεβάτι]], άγαμη, ανύπαντρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἀλέκτωρ]] (-ορος), ο (AM)<br />αυτός που έχει νυφικό [[κρεβάτι]], ο [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἀλέκτωρ]])<br />[[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές<br /><b>2.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλέκτωρ</i> (για άλλες σημασίες της λέξεως <b>βλ.</b> [[αλέκτωρ]] II, III).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέκτωρ]] «[[κόκορας]], [[πετεινός]]» προέρχεται από το ρ. [[ἀλέξω]] «[[απομακρύνω]], [[αποκρούω]], υπερασπίζομαι», ως δραστικό δε όνομα που ήταν, όπως δείχνει η κατάλ. -<i>τωρ</i> (πρβλ. <i>ρή</i>-<i>τωρ</i>, <i>πράκ</i>-<i>τωρ</i>, <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>), σήμαινε αρχικά «τον υπερασπιστή, τον μαχητή». Επειδή όμοια σχηματίστηκε στην Αρχαία και το κύριο (ήδη ομηρικό) όνομα <i>Ἀλέκτωρ</i>, παραμένει προβληματικό αν το κύριο όνομα προϋπήρξε και χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει το φερώνυμο ζώο ή αν -όπως φαίνεται πιθανότερο- η λ. χρησιμοποιήθηκε από την [[αρχή]] σκωπτικά για να σημάνει «τον κόκορα» λόγω τών χαρακτηριστικών εριστικών, μαχητικών γνωρισμάτων του ζώου. Στη β' [[περίπτωση]] το κύριο όνομα [[είναι]] υστερογενές παράγωγο του προσηγορικού ουσ. [[ἀλέκτωρ]]. Βεβαίως, ότι από κύρια ονόματα προήλθαν διάφορες ονομασίες ή, συνηθέστερα, παρωνύμια ζώων [[είναι]] ήδη γνωστό, πρβλ. λ.χ. το γαλλ. <i>renard</i> «[[αλεπού]]» από το κύριο όνομα <i>Renart</i> ή το αντίστοιχο νεοελλ. ([[κυρά]]) <i>Μάρω</i> «η [[αλεπού]]», [[καθώς]] και αρχαία παρωνύμια ζώων, όπως [[Μέμνων]] για τον γάιδαρο, <i>Καλλίας</i> για τον πίθηκο και <i>Κερδώ</i> [[πάλι]] για την [[αλεπού]]. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουμε για να υποστηρίξουμε παρόμοια σημασιολογ. [[εξέλιξη]] στην [[περίπτωση]] του [[ἀλέκτωρ]] (και του [[ἀλεκτρυών]]) [[είναι]] ανεπαρκή. Επίσης, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ἀλέκτωρ]] σχηματίστηκε και το [[ἀλεκτρυών]], που δήλωνε και το θηλ. του ζώου, «την [[κότα]]». Το όνομα αυτό μαρτυρείται ομοίως ως κύριο όνομα, γεννώντας ανάλογο ετυμολογικό [[πρόβλημα]]. Στην Αρχαία Ελληνική για την [[ονομασία]] του ίδιου ζώου χρησιμοποιήθηκε, με [[στένωση]] της σημασίας της, και η λ. [[ὄρνις]], ὁ (και [[ὄρνις]], ἡ «η [[κότα]]»), που δήλωνε γενικότερα τη [[σημασία]] του πουλιού. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε διαλεκτικώς και η λ. [[καλαΐς]] «[[κόκορας]]» και «[[κότα]]», από τη σημ. του «[[καλώ]], [[κραυγάζω]]» (<i>καλαις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>καλαFίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[καλέω]]<br />πρβλ. αρχ. ινδ. <i>us</i><i>ā</i>-<i>kala</i>- «[[κόκορας]]», ιρλ. <i>cailech</i> «[[κόκορας]]» <b>κ.ά.</b>). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λ. [[πετεινός]] από τη σημ. του «[[πτερωτός]], ιπτάμενος» και γενικότερα του «πουλιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη σημ. «[[κόκορας]]». Η [[ίδια]] η λ. [[κόκορας]], ορθ. [[κόκκορας]], [[είναι]] ηχομιμητική λ. που συνδέεται με άλλες συναφείς ονομασίες τών ΙΕ γλωσσών και, [[κατά]] τον Buck, σχετίζεται με το «κόρκορα<br />[[ὄρνις]]» του Ησυχίου (πρβλ. ιρλ. <i>cerc</i> <b>κ.ά.</b>), σε συνδυασμό με τον αμάρτυρο (στη σημ. αυτή) τ. [[κόκκος]], «η του κόκορα», που οδηγεί στο μσν. λατ. <i>coccus</i>, από όπου τα γαλλ. <i>coq</i>, αγγλ. <i>cock</i> κ.ά. Στην [[ίδια]] ηχομιμητική [[τάξη]] λέξεων θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και η αρχαία λ. [[κόκκυ]] (λατ. <i>coco</i>, πρβλ. και «[[ὄρνις]] [[κοκκυβόας]]» ή «[[κοκκοβόας]]») που δήλωνε, [[μεταξύ]] άλλων, την [[κραυγή]] του κόκορα (πρβλ. σημ. «κικιρίκου»). Τέλος, σημειώνεται ότι το θηλ. του «[[κόκορας]]», η σημ. λ. [[κότα]], ορθ. [[κόττα]], ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λ. [[κόττος]] ή <i>κοττός</i>, που από τη σημ. «[[λοφίο]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[κόκορας]]». Ο Ησύχιος διασώζει σχετικά την [[πληροφορία]]: «καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον» (λ. [[πρόκοττα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτοριδεύς]], [[ἀλεκτορίς]], [[ἀλεκτορίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλεκτόρειος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτόριν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεκτορίδιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλεκτοροφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτορομαντεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεκτοροειδής]], [[αλεκτορομαχία]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀλέκτωρ]] (-ορος), η (Α)<br />(για γυναίκες) αυτή που δεν έχει νυφικό [[κρεβάτι]], άγαμη, ανύπαντρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]]].<br /><b>(III)</b><br />[[ἀλέκτωρ]] (-ορος), ο (AM)<br />αυτός που έχει νυφικό [[κρεβάτι]], ο [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]].
}}
}}