δοξοκόπος: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοξοκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που επιδιώκει [[φήμη]], ακόρεστα [[φιλόδοξος]].
|lsmtext='''δοξοκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που επιδιώκει [[φήμη]], ακόρεστα [[φιλόδοξος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δοξο-[[κόπος]], ον <i>adj</i> [[κόπτω]]<br />thirsting for [[popularity]].
}}
}}