ἀκρέμων: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
(2)
(1a)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρέμων:''' -ονος ή [[ἀκρεμών]], -όνος, ὁ ([[ἄκρος]]), [[κλαδί]], [[κλωνάρι]], [[βλαστός]], σε Ευρ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀκρέμων:''' -ονος ή [[ἀκρεμών]], -όνος, ὁ ([[ἄκρος]]), [[κλαδί]], [[κλωνάρι]], [[βλαστός]], σε Ευρ., Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄκρος]]<br />a [[branch]], [[twig]], [[spray]], Eur., Theocr.
}}
}}

Revision as of 16:00, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρέμων: -ονος, ὁ, ἢ κάλλιον ἀκρεμών, όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: (ἄκρος): - Κυρίως κλάδος ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς, κλάδος, κλαδίσκος, κλωναράκι, βλάστημα, Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.

Greek Monotonic

ἀκρέμων: -ονος ή ἀκρεμών, -όνος, ὁ (ἄκρος), κλαδί, κλωνάρι, βλαστός, σε Ευρ., Θεόκρ.

Middle Liddell

ἄκρος
a branch, twig, spray, Eur., Theocr.