Category:Middle Liddell
Liddell and Scott's Intermediate Greek-English Lexicon
Pages in category "Middle Liddell"
The following 200 pages are in this category, out of 36,156 total.
(previous page) (next page)D
K
O
Ό
Α
- αἰ
- αἰάζω
- αἰένυπνος
- αἰόλλω
- αἰόλος
- αἰών
- αἰώνιος
- αἰώρα
- αἰώρημα
- Αἰακίδης
- αἰακτός
- αἰανής
- αἰαῖ
- αἰβοῖ
- αἰγίβοσις
- αἰγίβοτος
- αἰγίθαλλος
- αἰγίκνημος
- αἰγίλιψ
- αἰγίνομος
- αἰγίοχος
- αἰγίπους
- αἰγίπυρος
- αἰγίς
- αἰγόκερως
- αἰγόνυξ
- Αἰγύπτιος
- Αἰγαίων
- αἰγανέη
- Αἰγαῖος
- αἰγιαλίτης
- αἰγιαλός
- αἰγιβότης
- αἰγικορεῖς
- Αἰγινήτης
- αἰγινόμος
- Αἰγιναίη
- Αἰγιναῖος
- αἰγινομεύς
- αἰγιπόδης
- αἰγλήεις
- αἰγλοφανής
- αἰγοπόδης
- αἰγοπρόσωπος
- αἰγυπιός
- Αἰγυπτιάζω
- Αἰγυπτιακός
- Αἰγυπτιστί
- Αἰγυπτογενής
- αἰγῶνυξ
- αἰδέομαι
- αἰδέσιμος
- αἰδήμων
- αἰδόφρων
- αἰδώς
- αἰδοῖον
- αἰδοῖος
- αἰείφρουρος
- αἰζήιος
- αἰζηός
- αἰθάλη
- αἰθέριος
- αἰθήρ
- Αἰθίοψ
- αἰθύσσω
- αἰθαλίων
- αἰθαλόεις
- αἰθαλόω
- αἰθερεμβατέω
- αἰθεροδρόμος
- Αἰθιοπία
- Αἰθιοπικός
- αἰθρία
- αἰθρηγενής
- αἰθριάω
- αἰθριοκοιτέω
- αἰθυκτήρ
- αἰκάλλω
- αἰκέλιος
- αἰκία
- αἰκίζω
- αἰκισμός
- αἰνέω
- αἰνίζω
- αἰνίσσομαι
- αἰνόγαμος
- αἰνόθεν
- αἰνόθρυπτος
- αἰνόλεκτρος
- αἰνόλινος
- αἰνόλυκος
- αἰνόμορος
- Αἰνόπαρις
- αἰνός
- αἰναρέτης
- αἰνετός
- αἰνητός
- αἰνιγμός
- αἰνιγματώδης
- αἰνικτήριος
- αἰνικτός
- αἰνοβίας
- αἰνολέων
- αἰνολαμπής
- αἰνοπαθής
- αἰνοπατήρ
- αἰνοτόκεια
- αἰνοτύραννος
- αἰολίζω
- αἰολόμητις
- αἰολόπωλος
- αἰολόστομος
- Αἰολεύς
- Αἰολικός
- αἰολοβρόντης
- αἰολοθώρηξ
- αἰολομίτρης
- αἰπήεις
- αἰπόλιον
- αἰπόλος
- αἰπός
- αἰπύνωτος
- αἰπύς
- αἰπεινός
- αἰπολέω
- αἰπολικός
- αἰπυμήτης
- αἰσθάνομαι
- αἰσθητήριον
- αἰσθητός
- αἰσθητικός
- αἰσιμία
- αἰσυμνάω
- αἰσυμνήτης
- αἰσυμνητήρ
- αἰσυμνητεία
- αἰσχύνη
- αἰσχύνω
- αἰσχρήμων
- αἰσχρόμητις
- αἰσχρός
- αἰσχρότης
- αἰσχροκέρδεια
- αἰσχροκερδής
- αἰσχρολογέω
- αἰσχρολογία
- αἰσχροπραγέω
- αἰσχρουργία
- αἰσχυντέος
- αἰσχυντήρ
- αἰσχυντηλός
- αἰσχυντηρός
- αἰσχυντικός
- αἰτέω
- αἰτία
- αἰτίαμα
- αἰτίζω
- αἰτητέον
- αἰτητός
- αἰτητικός
- αἰτιάζομαι
- αἰτιάομαι
- αἰτιατέον
- αἰτιολογικός
- Αἰτναῖος
- αἰφνίδιος
- αἰχμάζω
- αἰχμάλωτος
- αἰχμή
- αἰχμήεις
- αἰχμαλωσία
- αἰχμαλωτίς
- αἰχμαλωτεύω
- αἰχμαλωτικός
- αἰχμητής
- αἰχμοφόρος
- αἰψηρός
- αἰψηροκέλευθος
- αἰωρέω
- αἰωρητός