ποτιπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(nl) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ποτιπίπτω Dor. voor προσπίπτω. | |elnltext=ποτιπίπτω Dor. voor προσπίπτω. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[doric for [[προσπίπτω]], Aesch.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 10 January 2019
English (LSJ)
A = προσπ-, A.Th.94 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ποτιπίπτω: Δωρ. ἀντὶ προσπ-, Αἰσχύλ. Θήβ. 95.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πίπτω.
Greek Monotonic
ποτιπίπτω: Δωρ. αντί προσ-πίπτω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐπίπτω: дор. Aesch. = προσπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιπίπτω Dor. voor προσπίπτω.
Middle Liddell
[doric for προσπίπτω, Aesch.]