ποτιπίπτω

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιπίπτω Medium diacritics: ποτιπίπτω Low diacritics: ποτιπίπτω Capitals: ΠΟΤΙΠΙΠΤΩ
Transliteration A: potipíptō Transliteration B: potipiptō Transliteration C: potipipto Beta Code: potipi/ptw

English (LSJ)

= προσπίπτω, A.Th.94 (lyr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιπίπτω Dor. voor προσπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐπίπτω: дор. Aesch. = προσπίπτω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πίπτω.

Greek Monotonic

ποτιπίπτω: Δωρ. αντί προσ-πίπτω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιπίπτω: Δωρ. ἀντὶ προσπ-, Αἰσχύλ. Θήβ. 95.

Middle Liddell

[doric for προσπίπτω, Aesch.]