3,273,446
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποστᾰτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ὑφίσταμαι</i>, [[ανθεκτικός]] ή [[υποφερτός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὑποστᾰτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ὑφίσταμαι</i>, [[ανθεκτικός]] ή [[υποφερτός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑποστᾰτός, όν verb. adj. of ὑφίσταμαι]<br />to be borne or endured, Eur. | |||
}} | }} |