φιλοεργός: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που αγαπά τη δουλειά, [[εργατικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλοεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που αγαπά τη δουλειά, [[εργατικός]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-εργός, όν [[ἔργον]]<br />[[fond]] of [[work]], [[industrious]], Anth.
}}
}}