Anonymous

φιλοεργός: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, και φιλόεργος, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[φιλεργός]].
|mltxt=-όν, και φιλόεργος, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[φιλεργός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που αγαπά τη δουλειά, [[εργατικός]], σε Ανθ.
}}
}}